-->

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Πώς νιώθει ένας μουσικός όταν οι διοργανωτές ακυρώνουν τη συναυλία του την τελευταία στιγμή;


Lifo | Ένα συχνό φαινόμενο, απόλυτα ενδεικτικό του άδικου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται σήμερα οι μουσικοί και του ευτελισμού της δουλειάς τους 

Πως νιώθουν άραγε οι καλλιτέχνες όταν ακυρώνεται το live τους πέντε μέρες πριν από την ημερομηνία που έχει ανακοινωθεί και επικοινωνηθεί εδώ και μήνες από τους ίδιους; Περιφρονημένοι; Αδικημένοι; Προσβεβλημένοι; Εκτεθειμένοι; Μάλλον όλα αυτά μαζί. Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, αφορμή για να αναρωτηθώ για αυτό το «φαινόμενο» στάθηκε μια ανάρτηση που είδα τις προάλλες στη σελίδα της μπάντας Dr. Atomik στο Facebοok. Έγραφε: «Με θλίψη (και άλλα αρνητικά συναισθήματα) ενημερώνουμε τους φίλους μας ότι το live των Bog Art, Dr. Atomik και Mr Bright & the Magpie, το οποίο ήταν προγραμματισμένο για την Παρασκευή στις 23 Νοεμβρίου στο IΛΙΟΝ Plus, ακυρώνεται».

Ακολουθεί ένα κείμενο που εξηγεί με ποιο τρόπο ακυρώθηκε η ζωντανή εμφάνιση τριών μουσικών σχημάτων. Στην αρχή, λέει, η επιχείρηση πρότεινε στις μπάντες να μεταφερθεί το λάιβ μια άλλη μέρα προκειμένου να συνεχιστεί η εμφάνιση άλλου καλλιτέχνη που προφανώς είχε ικανοποιήσει εισπρακτικά τους διαχειριστές του χώρου. H πρόταση όμως δεν έγινε δεκτή διότι, όπως λένε οι ίδιοι, «δεν ήταν εφικτό για πολλούς λόγους» και εξηγούν: Πάντα υπάρχουν κακοί «συνάδελφοι», έτοιμοι να καλύψουν το κενό που θα μείνει, κάνοντας μια «αρπαχτή» καθώς κι ένα σωρό «μουσικοί του Σαββατοκύριακου» που παίζουν, απλώς επειδή μπορούν να παίξουν, και οι οποίοι είναι πρόθυμοι να σύρουν τον θείο τους, τη γιαγιά τους και την κοπέλα του κολλητού τους στον χώρο που τους «προσφέρθηκε» αναπάντεχα για να τους καμαρώσουν να παίζουν τσάμπα τις χιλιομασημένες μπούρδες τους ή τη δική τους εκδοχή του «Smells Like Teen Spirit».

«Επειδή τα έντεκα μέλη των τριών γκρουπ είχαν φροντίσει έγκαιρα να προγραμματίσουν τις πάσης φύσεως λοιπές υποχρεώσεις τους ώστε να εμφανιστούν στις 23, επειδή το booking της συγκεκριμένης βραδιάς είχε γίνει ένα τρίμηνο νωρίτερα, επειδή απέμεναν μόλις πέντε ημέρες πριν από το live (αφίσες, δελτία τύπου και κοινοποιήσεις, είχαν ήδη κυκλοφορήσει σε βάρος του κόπου και του χρόνου των μουσικών και των λοιπών που βοήθησαν στην προώθηση της εκδήλωσης), επειδή τα μέλη των συγκροτημάτων σέβονται τους ανθρώπους που εκτιμούν αυτό που κάνουν και είχαν σκοπό να έρθουν την Παρασκευή». Έτσι, μια συναυλία για την οποία ετοιμάζονταν εδώ και μήνες ακυρώθηκε με μια ξερή ανακοίνωση στη σελίδα του event ενώ στην βασική σελίδα του χώρου κοινοποιήθηκε η «έξτρα» παράσταση «Δημήτρης Μυστακίδης, Εγκλήματα στο Ρεμπέτικο».

«Αντιλαμβανόμαστε τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες μια επιχείρηση αγωνίζεται να επιβιώσει, ωστόσο χοντράδες σαν τη συγκεκριμένη δεν δικαιολογούνται, ούτε πρέπει να μένουν μεταξύ μας. Μια επιχείρηση είναι ελεύθερη να επιλέγει εκείνους με τους οποίους θα συνεργαστεί. Επίσης, μπορεί να επιλέγει ποιες εκδηλώσεις καλλιτεχνών θα προωθήσει, διαφημίζοντας εκείνες οι οποίες της φαίνονται πιο πιθανό να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο και αφήνοντας το βάρος της επικοινωνίας των υπολοίπων εκδηλώσεων στους καλλιτέχνες που θα τις παρουσιάσουν, ενώ, αντιθέτως, δεν έχει δικαίωμα να αντιμετωπίζει τους τελευταίους ως πτωχούς συγγενείς, τους οποίους θα τους τιμάει, επιτρέποντάς τους να της φέρνουν πελάτες τις Πέμπτες ή τις υπόλοιπες ημέρες που οι λάτρεις του εντέχνου μένουν στα σπίτια τους, ούτε έχει το δικαίωμα να τους σπρώχνει στο χαντάκι την τελευταία στιγμή, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που τους δημιουργεί» σημειώνουν στην ανάρτησή τους.

Σκέφτομαι πως ζούμε σε μια εποχή που οι μουσικοί δεν κάνουν εισπράξεις από τις πωλήσεις δίσκων ή CD και μοναδικό τους έσοδο είναι ίσως κάποιο ποσοστό από τις πωλήσεις των εισιτηρίων στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες θα πρέπει να αναλαμβάνουν και τα καθήκοντα των δημοσίων σχέσεων, της προώθησης ή των λογιστικών της δικής τους συναυλίας. «Όλα αυτά δεν θα έπρεπε να είναι δουλειά και έγνοια του διοργανωτή;» ρωτάω τον Αντώνη Λιβιεράτο, τον άνθρωπο πίσω από τους Dr. Atomik, έναν από τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα που εδώ και μια 30ετία έχει κυκλοφορήσει σόλο δουλειές και συνθέσεις για το θέατρο και τον κινηματογράφο. «Το διατυπώνεις μια χαρά και το προσυπογράφω με μια, μόνο, παρατήρηση: Το ζήτημα της αμοιβής με ποσοστά επί των εισιτηρίων, και μόνο, πολύ κακώς το έχουμε αποδεχτεί και το θεωρούμε δεδομένο. Οι μουσικοί δεν μπορεί ν' αντιμετωπίζονται ως περιστασιακοί συνέταιροι της κάθε επιχείρησης».

Του ζητάω να μου περιγράψει με δυο λόγια την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σήμερα στις μουσικές σκηνές. «Σήμερα υπάρχουν, κυρίως στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις, εξαιρετικά πολλοί χώροι που λειτουργούν είτε σε μόνιμη βάση είτε περιστασιακά ως μουσικές σκηνές. Περισσότεροι από αυτούς που η "αγορά" μπορεί ν' αντέξει. Ο αριθμός των μουσικόφιλων-υποψήφιων πελατών είναι περιορισμένος και η "αγοραστική τους δύναμη" μικρή.

Προκειμένου, λοιπόν, να μπορέσουν να επιβιώσουν αυτοί οι χώροι, οι περισσότεροι επιχειρηματίες προσπαθούν να περιορίσουν το κόστος λειτουργίας τους, συμπιέζοντας μέχρι εξαφάνισης τις αμοιβές των μουσικών. Είναι πολύ δύσκολο ένα γκρουπ (που δεν παίζει ρεμπέτικα, λαϊκά ή "έντεχνα") να πετύχει μια συμφωνία που θα εξασφαλίζει μια στοιχειώδη αμοιβή των μελών του. Σε μια συναυλία όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, στη διάρκειά της, στον χώρο στον οποίο αυτή πραγματοποιείται (οι οποίοι έχουν αναλάβει την επίβλεψη της εισόδου, τη λειτουργία του μπαρ, τον ήχο, τον φωτισμό ή την καθαριότητα) ξέρουν πως θα γυρίσουν σπίτι τους έχοντας εισπράξει ένα συγκεκριμένο μεροκάματο. Οι μουσικοί, όμως, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, πληρώνονται κατά κανόνα με ποσοστά επί των εισιτηρίων.

Τα ποσοστά υπολογίζονται αφού προηγουμένως από τις εισπράξεις έχουν αφαιρεθεί οι φόροι καθώς και οι ασφαλιστικές τους εισφορές – οι οποίες ως γνωστόν θεωρητικά επιβαρύνουν τον εργοδότη κι όχι τον εργαζόμενο. Ενίοτε υπάρχει και κάποιο "πλαφόν". Οι μουσικοί δεν πληρώνονται, αν δεν έχουν κοπεί τουλάχιστον κάποια εισιτήρια που ο επιχειρηματίας θεωρεί πως είναι αναγκαία για να καλυφθούν τα λειτουργικά έξοδα του μαγαζιού του. Ο αριθμός αυτός ποικίλει απ' τα 25 μέχρι και... μερικές εκατοντάδες εισιτηρίων (ναι, συμβαίνει κι αυτό σε μεγάλο συναυλιακό χώρο σε επαρχιακή πόλη).

Υπόψιν πως η πρακτική αυτή επεκτείνεται και σε μουσικούς που ζουν σε διαφορετικό τόπο απ' αυτόν στον οποίο γίνεται η συναυλία. Οπότε καλείσαι, ενίοτε, να ταξιδέψεις για να παίξεις κάπου, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο το ενδεχόμενο να παίξεις χωρίς να πληρωθείς αλλά και να καλύψεις τα έξοδα της μετακίνησης και της διαμονής απ' την τσέπη σου. Να υπογραμμιστεί πως υπάρχουν λίγοι χώροι και διοργανωτές που δεν ευθυγραμμίζονται μ' αυτή την πρακτική και οι οποίοι οφείλουν να υποστηρίζονται και από τους μουσικούς και από τους ακροατές» καταλήγει. 

Αναρωτιέμαι τι έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. «Με λίγες εξαιρέσεις, οι επιχειρηματίες του χώρου ήταν, συνήθως, άνθρωποι που η μουσική ήταν, στο ξεκίνημά τους τουλάχιστον, το "μεράκι" τους. Σήμερα πολλοί απ' αυτούς δεν είναι καν μουσικόφιλοι ή δεν τους ενδιαφέρει ως ακροατές το είδος της μουσικής που, συνήθως, παίζεται στο μαγαζί τους. Δεν εκτιμούν και δεν σέβονται το προϊόν το οποίο εμπορεύονται κι ως εκ τούτου αντιμετωπίζουν τους μουσικούς ως ψώνια και τους ακροατές ως ηλίθιους. Κάποτε, επίσης, η κάθε συναυλία αποτελούσε ένα "γεγονός": Έβγαιναν δελτία τύπου (θα μου πεις, τότε υπήρχε και τύπος), αφίσες, διαφημίσεις στο ραδιόφωνο (θα μου πεις, τότε υπήρχε και ραδιόφωνο)... Ήταν πολύ δύσκολο να γίνεται μια συναυλία η οποία θα σ' ενδιέφερε στην πόλη που ζεις και να την χάσεις επειδή δεν το πήρες είδηση.

Τώρα η προώθηση, με εξαίρεση ελάχιστες συναυλίες, έχει περιοριστεί στη δημιουργία ενός event στο facebook και όσες αναρτήσεις σε sites του μουσικού χώρου ή γενικού-πληροφοριακού εδιαφέροντος μπορούν να πετύχουν οι μουσικοί, επενδύοντας χρόνο και κόπο (που θα 'πρεπε κανονικά να επενδύουν στη μουσική τους) κι επιστρατεύοντας φίλους και γνωστούς» μου εξηγεί. Φαντάζομαι πόσο περιφρονημένοι πρέπει να νιώθουν οι μουσικοί σήμερα. «Ισχύει και είναι όσο περιφρονημένη είναι, τελικά, και η ίδια η μουσική. Όταν κάποιοι ακροατές (για να μην πω η πλειοψηφία των ακροατών) καθώς και οι περισσότεροι επιχειρηματίες του χώρου δεν κατανοούν πως για να παραχθεί μουσική κάποιοι πρέπει να δουλέψουν γι' αυτό και κατά συνέπεια δικαιούνται ν' αμειφθούν για τη δουλειά τους, απαξιώνουν, ταυτόχρονα, και την ίδια τη μουσική ως καλλιτεχνικό προϊόν».

Μπορεί κανείς να αντιπαρέλθει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί; «Χρειάζεται να ευαισθητοποιηθούν οι μουσικοί απέναντι στο θέμα. Ν' αρχίσουν να λένε συστηματικά "όχι" σε απαράδεκτες προτάσεις, σε πείσμα της ανάγκης τους να επικοινωνήσουν με το κοινό, δημοσιοποιώντας τη δουλειά τους. Να πάψουν να διαπραγματεύονται με διοργανωτές που έχουν συμπεριφερθεί στους ίδιους ή σε άλλους συναδέλφους με αντιεπαγγελματικό (κι ενίοτε απάνθρωπο τρόπο), αφήνοντάς τους να βλέπουν τ' άδεια μαγαζιά τους ν' αραχνιάζουν.

Το πράγμα είναι βέβαια πολύ δύσκολο: Πάντα υπάρχουν κακοί "συνάδελφοι", έτοιμοι να καλύψουν το κενό που θα μείνει, κάνοντας μια "αρπαχτή" καθώς κι ένα σωρό "μουσικοί του Σαββατοκύριακου" που παίζουν, απλώς επειδή μπορούν να παίξουν, και οι οποίοι είναι πρόθυμοι να σύρουν τον θείο τους, τη γιαγιά τους και την κοπέλα του κολλητού τους στον χώρο που τους "προσφέρθηκε" αναπάντεχα για να τους καμαρώσουν να παίζουν τσάμπα τις χιλιομασημένες μπούρδες τους ή τη δική τους εκδοχή του Smells Like Teen Spirit.

Επίσης, πρέπει να ευαισθητοποιηθούν οι θεατές. Να πάψουν, επιτέλους, να γκρινιάζουν για το "ακριβό" εισιτήριο των οκτώ ευρώ που κλήθηκαν να πληρώσουν για ένα ελληνικό γκρουπ, όταν μια βδομάδα νωρίτερα έδιναν σαράντα για να παρακολουθήσουν κάτι που κατά τα media "έπρεπε οπωσδήποτε" να δουν (πίσω από ένα τείχος κινητών τηλεφώνων άλλων θεατών που έπρεπε ν' αποδείξουν στους Facebook φίλους του πως, όντως, το είδαν) και ξοδεύοντας δεκαπέντε επιπλέον ευρώ στο μπαρ του λαϊβάδικου για μπίρες».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου