Ξεκινώντας την προσπάθεια συμβολής σε μια σύγχρονη ριζοσπαστική προσέγγιση μιας πολιτιστικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο, θα περιοριστούμε στο κομμάτι που αφορά τη διερεύνηση μιας σύγχρονης προσέγγισης από αντικαπιταλιστική αριστερή σκοπιά, της σχέσης τέχνης και πολιτικής, στην κατεύθυνση μιας πολιτιστικής πολιτικής που θα συμβάλλει στην χειραφέτηση των καταπιεσμένων αυτής της κοινωνίας: της σύγχρονης πολυεθνικής εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας. Κεντρικός σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι η ανάδειξη ενός εργατικού πολιτισμού συνδέοντας σύγχρονες και παλιότερες μορφές του, η διάδοση/στήριξη της τοπικής πολιτιστικής παραγωγής. Η καλλιέργεια και η προβολή των αξιών της κοινωνικής απελευθέρωσης, της εργατικής αλληλεγγύης, της φιλίας των λαών και της συλλογικότητας, κόντρα στο σύγχρονο σκοταδισμό, το ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό.
Τρία πεδία –ανάμεσα στα άλλα- συναρτώνται άμεσα του σκοπού αυτού: i Μέσα από ποιους δρόμους και μορφές μια αριστερή αντικαπιταλιστική κίνηση πόλης μπορεί να παρέμβει στα πολιτιστικά δρώμενα, ii ποιες είναι οι δυνατότητες και ταυτόχρονα τα όρια μιας ριζοσπαστικής πολιτικής εντός των αστικών θεσμών –εν προκειμένω του Δήμου- και iii ποιοι μπορεί να είναι οι όροι συγκρότησης ενός συλλογικού κοινωνικού υποκειμένου ανθρώπων που ασχολούνται ενεργά με τον πολιτισμό, από τη σκοπιά της συμβολής στη διαμόρφωση μιας συνολικότερης κοινότητας αγώνα στη γειτονιά, απέναντι στην τοπική και κεντρική εξουσία.
1. Η τέχνη για τον καπιταλισμό: Ένα εμπόρευμα για την παραγωγή κερδών και ένα όπλο για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των υπηκόων καταπιεσμένων
Η αστική τάξη, όπως και κάθε άρχουσα τάξη στην ανθρώπινη ιστορία παίρνει πολύ σοβαρά υπ' όψη της, την τέχνη και τον ρόλο που αυτή παίζει στην συγκρότηση των κοινωνιών, των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων, της ανθρώπινης ψυχολογίας. Από τα αρχαία χρόνια, η κάθε φορά άρχουσα τάξη φρόντιζε στο να αναπτύσσονται μορφές τέχνης που να εξυπηρετούν και να διαιωνίζουν την κυριαρχία της. Όλα τα μεγάλα επιτεύγματα του ανθρώπου που σήμερα θαυμάζουμε και καλώς, έχουν αυτό το στοιχείο κυρίαρχα εγγεγραμμένο εντός τους: Οι μεγάλες πυραμίδες της αρχαίας Αιγύπτου με το τιτάνιο μέγεθός τους, δεν απευθύνονταν κυρίως στους θεούς, αλλά στους θνητούς: Το μεγαλείο των φαραώ και του αρχαίου ιερατείου είναι αιώνιο και η δύναμή του ανάλογη του όγκου των πυραμίδων και των ναών, δηλαδή τεράστιο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Τα υπερφυσικά αγάλματα των αυτοκρατόρων της Ρώμης, η λογική «άρτος και θεάματα» του ρωμαϊκού κράτους με την οποία πραγματοποίησε χιλιάδες εκδηλώσεις για εκατοντάδες χρόνια, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει: Η τέχνη μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως ένα μέσο/εργαλείο φόβου και αλλοτρίωσης των καταπιεσμένων με στόχο την διαιώνιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης των δουλοκτητών. Οι χριστιανικοί ναοί του Μεσαίωνα ήταν αυστηροί, στιβαροί και προκαλούσαν δέος όχι στον θεό, αλλά στους υπηκόους, δείχνοντας την στιβαρότητα της παπικής εξουσίας και των φεουδαρχών. Αναλόγως, η ποίηση εξυμνούσε (ανάμεσα στα άλλα και διογκώνοντάς τα) και τα κατορθώματα των βασιλιάδων οι οποίοι, σύμφωνα με το μότο πολλών ποιημάτων, επειδή ακριβώς ήταν βασιλιάδες είχαν και την ικανότητα για σπουδαία πράγματα. Η μουσική έντυσε με πανέμορφες μελωδίες αυτά τα έπη, συμβάλλοντας τόσο στην δημιουργία αξεπέραστων ανθρώπινων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, που όμως ταυτόχρονα συνέβαλλαν και στην διαιώνιση της εξουσίας της κάθε φορά άρχουσας τάξης.
Τα υπερφυσικά αγάλματα των αυτοκρατόρων της Ρώμης, η λογική «άρτος και θεάματα» του ρωμαϊκού κράτους με την οποία πραγματοποίησε χιλιάδες εκδηλώσεις για εκατοντάδες χρόνια, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει: Η τέχνη μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως ένα μέσο/εργαλείο φόβου και αλλοτρίωσης των καταπιεσμένων με στόχο την διαιώνιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης των δουλοκτητών. Οι χριστιανικοί ναοί του Μεσαίωνα ήταν αυστηροί, στιβαροί και προκαλούσαν δέος όχι στον θεό, αλλά στους υπηκόους, δείχνοντας την στιβαρότητα της παπικής εξουσίας και των φεουδαρχών. Αναλόγως, η ποίηση εξυμνούσε (ανάμεσα στα άλλα και διογκώνοντάς τα) και τα κατορθώματα των βασιλιάδων οι οποίοι, σύμφωνα με το μότο πολλών ποιημάτων, επειδή ακριβώς ήταν βασιλιάδες είχαν και την ικανότητα για σπουδαία πράγματα. Η μουσική έντυσε με πανέμορφες μελωδίες αυτά τα έπη, συμβάλλοντας τόσο στην δημιουργία αξεπέραστων ανθρώπινων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, που όμως ταυτόχρονα συνέβαλλαν και στην διαιώνιση της εξουσίας της κάθε φορά άρχουσας τάξης.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, η αντίληψη που έχει η αστική τάξη του καιρού μας για την τέχνη, ενσωματώνει όλη την προηγούμενη εμπειρία των αρχουσών τάξεων: Θέλει και προωθεί την τέχνη τόσο για το κέρδος, όσο και για να μπορεί μέσω της τέχνης να ελέγχει τις συνειδήσεις και να παγιώνει την δική της ηγεμονία και κυριαρχία, έναντι των καταπιεσμένων της αστικής/καπιταλιστικής κοινωνίας: Των εργαζομένων, των μεσαίων στρωμάτων και της νεολαίας. Εάν ισχύει αυτή η διαπίστωση, μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε ως βάση για να ξεδιπλώσουμε περαιτέρω την σκέψη μας: Με ποιο τρόπο και με ποια εργαλεία, η αστική τάξη μεταλλάσσει την τέχνη και της προσθέτει το χαρακτηριστικό του όπλου για την διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων προς όφελος του κεφαλαίου;
1.1. Η τέχνη ως εμπόρευμα
Η παραγωγή έργων τέχνης, δεν αρκεί τις περισσότερες φορές για να την μετατρέψει σε στυλοβάτη της αστικής κυριαρχίας. Για παράδειγμα, όσα λαϊκοποπ σκυλάδικα και αν φτιαχτούν δεν αρκούν για να κάνουν την τέχνη ανώδυνη για την αστική τάξη ή όπλο υπέρ της. Χρειάζεται κάτι πολύ πιο δυνατό για να γίνει αυτό: Και αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου θα διαμεσολαβηθεί η τέχνη για να φτάσει από τον δημιουργό στον τελικό αποδέκτη που είναι το κοινό. Και αυτό το πλαίσιο είναι η εμπορευματική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή από την φύση της επιβάλλει ένα κριτήριο για να κριθεί το καλλιτεχνικό έργο, τόσο όσον αφορά τον δημιουργό όσο και τους αποδέκτες. Το κριτήριο της εμπορευσιμότητας: Είναι ικανό το παραγόμενο έργο τέχνης να πουλήσει και πώς; Εάν πουλήσει τότε έχει πετύχει τον στόχο του, άρα άξιζε να παραχθεί. Η υιοθέτηση του κριτηρίου της εμπορευσιμότητας από την μεριά του δημιουργού/παραγωγού τον υποχρεώνει -χωρίς να το φωνάζει- να αυτολογοκριθεί και να προσαρμόσει τα εκφραστικά του μέσα στην ανάγκη/επιταγή της εμπορευματικής διαδικασίας.
Παράλληλα, διαμορφώνονται σε βάθος χρόνου τα ανάλογα αντανακλαστικά και από το κοινό, το οποίο μαθαίνει να αποδέχεται ή να απορρίπτει ένα έργο τέχνης, με βάση το κυρίαρχο κριτήριο του αν αυτό το έργο πουλά ή όχι. Βλέπουμε λοιπόν, πως η ηγεμονία του κριτηρίου εμπορευσιμότητας, ενώ φανερά και επιφανειακά δεν αποκλείει την παραγωγή καλλιτεχνικών έργων επικίνδυνων για την ηγεμονία της άρχουσας αστικής τάξης, επί της ουσίας όμως και υπόγεια, διαμορφώνει σε βάθος χρόνου τόσο τον παραγωγό/καλλιτέχνη όσο και τους κοινωνικούς αποδέκτες του έργου, σύμφωνα με τις αξίες και τα καλούπια της άρχουσας τάξης. Έτσι η τέχνη ευνουχίζεται και είτε γίνεται ανώδυνη για το καπιταλιστικό σύστημα, είτε μεταλλάσσεται σε πολιτισμικό υπερασπιστή του συστήματος αυτού.
Ο καπιταλισμός μπορεί να ενσωματώσει τα πάντα στο πεδίο της τέχνης και του πολιτισμού, αρκεί να εξασφαλίζει την ηγεμονία του πλαισίου διαμεσολάβησης μεταξύ τέχνης και κοινωνίας: Την ηγεμονία της εμπορευματικής διαδικασίας και της βιομηχανίας του θεάματος. Διότι είναι αυτή η διαδικασία/σχέση/διαμεσολάβηση που μπορεί να ξεδοντιάσει, ακόμα και τα πιο φορτισμένα πολιτικά έργα τέχνης, εκκενώνοντάς τα από το χειραφετητικό φορτίο τους και δίνοντάς τους αστικό/εμπορευματικό περιεχόμενο. Η εμπορευματική διαδικασία παίζοντας τον ρόλο του πλαισίου διαμεσολάβησης, διαμορφώνει παράλληλα έμμεσα και άμεσα τόσο το κοινό όσο και το έργο τέχνης στην κατεύθυνση αποδοχής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ως επιβεβαίωση της ανάλυσης αυτής έχουμε και το ιστορικό αντίθετο της διαδικασίας εμπορευματοποίησης της τέχνης: την τάση τόσο διαφόρων καλλιτεχνών/παραγωγών όσο και μιας μερίδας του κοινωνικού σώματος των καταπιεσμένων, να αναζητά δρόμους καλλιτεχνικής έκφρασης και τέχνης, έξω από το κανάλι της εμπορευματοποίησης.
Το καπιταλιστικό σύστημα μέσω πολλαπλών αναδιαρθρώσεων, μπόρεσε και αναδιαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τους κώδικες της ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, προσαρμόζοντάς τους στις αξίες, τους στόχους και εν τέλει στην αναπαραγωγή του ως τέτοιο. Ο καταναλωτισμός, ο ατομισμός, η μετατροπή της τέχνης σε καπιταλιστικό εμπόρευμα/προϊόν, σε συνδυασμό με την υπονόμευση και παρακμή της γειτονιάς ως κοινωνικού χώρου, και την παράλληλη διαδικασία αποσύνθεσης της –κάποτε ισχυρής- εργατικής και λαϊκής ταυτότητας, συνέβαλλαν και στην δραματική υποχώρηση της πολιτικής τέχνης τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε και η επίσης δραματική υποχώρηση της πάλαι ποτέ ισχυρής αριστερής πολιτικής/πολιτισμικής ταυτότητας.
Πριν μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα πολύ μακριά οι ραγδαίες εξελίξεις που θα ακολουθούσαν και θα διαμόρφωναν το –εν πολλοίς- σημερινό τοπίο. Η ύπαρξη μιας ισχυρής λαϊκής/εργατικής ταυτότητας, η ύπαρξη της λαϊκής γειτονιάς η οποία ως χώρος και ως σχέση δομούσε ένα πολύμορφο κοινωνικό πεδίο, η ύπαρξη μιας επίσης ισχυρής αριστερής πολιτικής/πολιτισμικής ταυτότητας, όλα αυτά συνέβαλαν στο να μπουν οι βάσεις για να εκφραστεί η πολιτική και πολιτιστική αναζήτηση/δημιουργία των κοινωνικά και ταξικά καταπιεσμένων στρωμάτων.
Ιστορικά, η τάση αυτή στην χώρα μας πέρασε πολλές φάσεις κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα: Έτσι έχουμε τις εργατικές λέσχες του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, όπου το νεοσύστατο εργατικό κίνημα της χώρας δημιουργεί πολιτιστικές λέσχες αλληλένδετα δεμένες με την καθημερινή ζωή των σωματείων, για να περάσουμε στη δεκαετία του ’40 στην έκρηξη πολιτιστικής δημιουργίας στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας (δλδ στις περιοχές όπου απελευθερώνονταν από τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ). Η τάση αυτή θα βρει νέους δρόμους έκφρασης τη δεκαετία του ’60 με τις λέσχες των Λαμπράκηδων, τη δημιουργία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ) και τις πρώτες μεγάλες συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους με πρωτεργάτη τον Μίκη Θεοδωράκη. Παράλληλα, η ελπίδα και η ρεαλιστικότητα όπως φάνταζε τότες για μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία, ήταν και αυτά παράγοντες που συνέβαλλαν καθοριστικά σε αυτή την αναζήτηση. Οι συνθήκες τούτες είναι που επέτρεψαν να ανθίσει μια γόνιμη σχέση ανάμεσα στον αριστερό αγωνιστή καλλιτέχνη και στο λαϊκό κοινωνικό σώμα, με όλες τις ανεπάρκειες και αντιφάσεις που και αυτές υπήρξαν και δεν ήταν λίγες.
1.2. Η εμπορευματοποίηση έχει διαδικασίες και όνομα
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, ένα επόμενο ζήτημα που τίθεται είναι πως η εμπορευματοποίηση υλοποιείται, ποιοι είναι οι μηχανισμοί που πρακτικά πλέον, διαμεσολαβούν την τέχνη και την κοινωνία προς όφελος της άρχουσας αστικής τάξης:
1.2.1. Ο ρόλος της βιομηχανίας του θεάματος
Καταρχάς έχουμε όλο το βιομηχανικό/καλλιτεχνικό σύμπλεγμα (ΜΜΕ, βιομηχανία του θεάματος) και τις σχέσεις που αυτό έχει παγιώσει ανάμεσα στον καλλιτέχνη, το κοινό/αποδέκτες των καλλιτεχνικών προϊόντων και τους επιχειρηματίες των αντίστοιχων χώρων (ΜΜΕ, δισκογραφικές εταιρείες, κέντρα διασκέδασης). Βασικοί τρόποι προώθησης του καλλιτέχνη και του παραγόμενου καλλιτεχνικού έργου είναι α. Οι δημόσιες σχέσεις και ο ατομισμός ως νούμερο ένα δρόμος αναγνώρισης και καταξίωσης του καλλιτέχνη, β. Η διαπλοκή καλλιτεχνών και πολιτικών (ακόμα και αριστερών) ή επιχειρηματικών συμφερόντων, με στόχο την προβολή των «δικών μας» καλλιτεχνών και του έργου τους. Αυτές οι πρακτικές, αυτοί οι τρόποι διαμεσολάβησης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το έργο του και στο κοινό, είναι αστικοί από την φύση τους και αναπτύσσονται σχεδόν πάντα, σε βάρος μιας συλλογικής ταυτότητας και διεκδίκησης.
1.2.2. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση στο πεδίο της καλλιτεχνικής εργασίας
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούμε μια μετατόπιση της καλλιτεχνικής εργασίας από εξαρτημένη σε ελεύθερο επάγγελμα. Αρχικά αφορούσε κυρίως το χώρο των κινηματογραφιστών όπου οι ίδιοι οι σκηνοθέτες αναγκάζονταν να γίνουν και παραγωγοί στις ταινίες τους. Στη συνέχεια εξαπλώθηκε και σε άλλες μορφές τέχνης όπου η καλλιτεχνική εργασία ήταν εξαρτημένη. Ολοένα και λιγότεροι ηθοποιοί προσλαμβάνονται πλέον με μισθό σε παραστάσεις. Συνήθως εξωθούνται να στήσουν το δικό τους θίασο-επιχείρηση για να διεκδικήσουν αμοιβές στην πλειοψηφία τους χειρότερες από τους μισθούς που είχαν πριν. Αντίστοιχα και στη μουσική, ειδικά οι καλλιτέχνες ή τα συγκροτήματα που έχουν καλλιτεχνική παραγωγή, εξωθούνται να γίνουν εργολάβοι, παραγωγοί και επενδυτές ακόμα και στη συμμετοχή τους σε δημοτικά πολιτιστικά δρώμενα/φεστιβάλ.
Παρ’ όλα αυτά, ένα μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών δεν βιώνει αυτή τη μετατόπιση ως υποχώρηση. Εδώ και πολλά χρόνια έχει εμπεδωθεί στο μεγαλύτερο μέρος των καλλιτεχνών η αντίληψη, ότι ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να υπόκειται σε καμία σχέση μισθωτής εργασίας, αλλά από την φύση του είναι ένας ελεύθερος επαγγελματίας ή ακόμα χειρότερα ένας «εργολάβος του εαυτού του». Αυτή η λαθεμένη αντίληψη έχει με την σειρά της μια διπλή επίπτωση: Ενισχύει τα ατομικιστικά χαρακτηριστικά τόσο στον καλλιτέχνη όσο και στο έργο του αφενός και αφετέρου επιτρέπει στην βιομηχανία του θεάματος να κατακερματίζει τις συλλογικές αντιστάσεις στον χώρο της.
1.2.3. Ο ρόλος της Χορηγίας
Μια ακόμα αστική αντίληψη που συναντάμε συχνά στις συζητήσεις για τον πολιτισμό είναι ότι η χορηγία είναι ένας ανώδυνος για το λαό τρόπος, με σκοπό τη χρηματοδότηση πολιτιστικών δράσεων, σε περιόδους όπου η κρατική/δημοτική επιχορήγηση συρρικνώνεται. Δηλαδή «αν κάποιος ευκατάστατος έχει ως περίσσευμα κάποια χρήματα και θέλει να βοηθήσει στο ανέβασμα κάποιου έργου, στη διοργάνωση μιας εκδήλωσης, που είναι το πρόβλημα»; Το πρόβλημα είναι πως η χορηγία δεν ταυτίζεται με τη δωρεά. Γίνεται από επιχειρήσεις και όχι από πρόσωπα και σε ανταποδοτική βάση. Στην πιο "ανώδυνη" περίπτωση αναφέρεται η επωνυμία της επιχείρησης ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές συμφωνίες που σχετίζονται με την προώθηση του ονόματος ή προϊόντων της εταιρείας. Οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται χορηγικά προγράμματα για να βελτιώσουν την εικόνα/προφίλ της επιχείρησης στη συνείδηση του κοινού (π.χ. των κατοίκων μιας περιοχής).
Πώς όμως το αστικό κράτος αβαντάρει τη χορηγία; Το πρώτο είναι οι φοροαπαλλαγές-φοροελαφρύνσεις των επιχειρήσεων με χορηγικά προγράμματα. Με τον τρόπο αυτό επιβαρύνεται έμμεσα ο κρατικός προϋπολογισμός. Ένα δεύτερο είναι ένα ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο που αναβαθμίζει τον ρόλο της χορηγίας καθιστώντας την, κυρίαρχο διαμεσολαβητή/χρηματοδότη της κρατικής/δημοτικής πολιτιστικής πολιτικής.
Σε επίπεδο δήμων οι χορηγίες είναι το τέλειο άλλοθι για να συρρικνωθεί η κρατική χρηματοδότηση ή η απαίτηση για κρατική χρηματοδότηση ενώ ταυτόχρονα εντάσσεται στο γενικότερο σχεδιασμό που θέλει το δήμο με τη μορφή της επιχείρησης. Οδηγεί σε μεγαλύτερη εμπλοκή του τοπικού ή υπερτοπικού κεφαλαίου στο φάσμα της τοπικής πολιτιστικής πολιτικής και τελικά σε μια έμμεση εμπορευματοποίηση των δημοτικών πολιτιστικών υπηρεσιών τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης αλλά και πλαισίου σχέσεων.
Πώς όμως η ανάπτυξη της ανταποδοτικής χορηγίας τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε στην ουσιαστική ποδηγέτηση της καλλιτεχνικής απεύθυνσης; Η κύρια λειτουργία της ανταποδοτικής χορηγίας αναφέραμε ότι είναι μια έμμεση αλλά πολύ βαθιά εμπορευματοποίηση. Για παράδειγμα μέσω της χορηγίας ενισχύονται μόνο εκείνα τα πολιτιστικά προϊόντα που θα μπορέσουν να δώσουν στις εταιρείες κάποιο κύρος, εκείνα που μεγιστοποιούν τη δυνατότητα ταύτισης με τα προϊόντα των εταιρειών και μπορούν να ενταχθούν στο διαφημιστικό τους σχεδιασμό. Η χορηγία μετατοπίζει την αντιμετώπιση του κοινωνού του πολιτιστικού προϊόντος περισσότερο στην ιδιότητα του πελάτη.
Δε λείπει όμως και η άμεση επιθετική παρέμβαση των εταιρειών η οποία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσα από πλατφόρμες χορηγίας. Τούτες οι πλατφόρμες χορηγίας μεταξύ άλλων, αναλαμβάνουν και την ίδια τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στους καλλιτέχνες και το κοινό, μέσα από ΜΜΕ -και άλλους θεσμούς- με τα οποία συνεργάζονται. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό γνωστής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που "έρχεται να καλύψει την ανάγκη των νέων Ελλήνων καλλιτεχνών να ακούσουν και να ακουστούν μέσα από την προώθηση της «φωνής» τους και την πρωτοπορία των νέων Μέσων"! Ειδικά για την ανάπτυξη μιας τέχνης έξω από την εμπορευματική διαδικασία, η μετακίνηση της χρηματοδότησης στη χορηγία είναι μαχαιριά πισώπλατη, αφ’ ενός γιατί πάντα θα υποχρηματοδοτείται και αφ’ ετέρου γιατί ανεβάζει τον πήχυ της θεαματικής διαδικασίας που δεν μπορούν να τον αντέξουν όσοι δεν χορηγούνται.
2. Ο Δήμος ως αστικός θεσμός και η σχέση του με τα πολιτιστικά δρώμενα
Ο Δήμος αποτελεί τμήμα, είναι η κατώτερη βαθμίδα συγκρότησης του αστικού κράτους. Τούτο έχει μεγάλη σημασία να ειπωθεί και να τεκμηριωθεί, διότι αποτελεί την αναγκαία βάση πάνω στην οποία μπορούμε να δομήσουμε μια πολιτιστική πολιτική ριζοσπαστική και χειραφετητική: Μια πολιτική που να μπορεί να συμβάλλει αφενός στον αγώνα για φιλολαϊκές πολιτικές των Δήμων στο πεδίο της πολιτιστικής πολιτικής αφετέρου δε, στην συγκρότηση κοινωνικού υποκειμένου το οποίο θα διαμορφώνει τα δικά του χαρακτηριστικά υπερβαίνοντας όσο μπορεί την εμπορευματική λογική, αλλά και τα όρια του αστικού θεσμού «Δήμος».
Όταν λοιπόν λέμε «Δήμος τμήμα/κατώτερη βαθμίδα συγκρότησης του αστικού κράτους» τούτο σημαίνει πως τα χαρακτηριστικά που είναι θεμελιώδη/δομικά του Δήμου συναρτώνται άμεσα και καθοριστικά με την φύση του αστικού κράτους: Η χρηματοδότηση, ο χαρακτήρας της χρηματοδότησης, οι στόχοι των διαφόρων προγραμμάτων, η σχέση που οικοδομείται ανάμεσα σε έναν Δήμο και στους κατοίκους αυτής της διοικητικής περιοχής, δομείται κυρίως, με βάση τους αστικούς όρους και προϋποθέσεις: Ανάθεση, αστική αντιπροσώπευση, εξαφάνιση της ταξικής/εργατικής αντίληψης της κοινωνίας.
Ο ρόλος του δήμου ως αστικού θεσμού δεν καθορίζεται καταρχήν από τις όποιες ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες της εκάστοτε παράταξης που τον διοικεί ως δημοτική αρχή, αλλά οριοθετείται στην βάση του, από ένα αστικό πλέγμα νομικών, οικονομικών, πολιτικών, διοικητικών νόμων/σχέσεων. Σε μικροκλίμακα έχουμε την αναπαραγωγή των κυρίαρχων αστικών σχέσεων της κοινωνίας μας, όπως αυτές εκφράζονται με τον τρόπο που ασκείται η πολιτική από και προς τον Δήμο, όπως και των ορίων που τίθενται από το κεντρικό κράτος. Όρια που αφορούν την πολιτική που ακολουθούν οι Δήμοι σε όλη την γκάμα των κοινωνικών ζητημάτων άρα και του πολιτιστικού πεδίου.
3. Η τέχνη ως στοιχείο του πολιτισμού και η παρέμβασή μας σε αυτό το πεδίο, μέσα και κυρίως έξω από τον αστικό θεσμό "Δήμος"
Μια πολιτική δύναμη η οποία φιλοδοξεί να παρεμβαίνει με μια συνολική αντίληψη κοινωνικής χειραφέτησης εντός και εκτός του αστικού θεσμού «Δήμος», χρειάζεται να αντιληφθεί αυτή την δομική φύση του Δήμου όπως την περιγράψαμε παραπάνω, σε όλη της την διάσταση:Χωρίς αυτή την θεμελιακή θέση και γνώση, δεν υπάρχει καμία ελπίδα στην εποχή μας για άσκηση έστω και μιας αγωνιστικής δημοτικής πολιτικής, από την θέση της διοίκησης ενός Δήμου. Συνεπώς, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, αντιλαμβανόμαστε και τα όρια μιας αριστερής πολιτικής τα οποία υπάρχουν παράλληλα με τις όποιες δυνατότητες, στην αγωνιστική διαχείριση ενός Δήμου:
3.1. Παρέμβαση έξω από τον αστικό θεσμό «Δήμος»
Απαραίτητη προϋπόθεση για να οδηγούμαστε σε μια άσκηση φιλολαϊκής πολιτικής από μια Δημοτική Αρχή και στο πεδίο της τέχνης, είναι η συγκρότηση λαϊκών θεσμών πέρα και έξω από τον Δήμο ως διοικητικό/πολιτικό μηχανισμό. Θεσμών που να δομούνται σταδιακά και με επιμονή/υπομονή με ένα περιεχόμενο που να υπερβαίνει την αστική αντίληψη της πολιτικής: Να χτυπάει την ανάθεση, την αστική αντίληψη του ατομικού και συλλογικού συμφέροντος (ατομισμός, συντεχνιασμός, ρουσφέτι κλπ), στην κατεύθυνση οικοδόμησης ανταγωνιστικών χαρακτηριστικών ως προς την αστική πολιτική. Εδώ και αρκετά χρόνια υπηρετήσαμε και υπηρετούμε την παραπάνω αντίληψη με διάφορους τρόπους, όπως: i διοργανώνοντας φεστιβάλ και διάφορες άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, ii ενισχύοντας συλλογικότητες κατοίκων και πολιτικές-καλλιτεχνικές συλλογικότητες.
Επειδή αυτό το πεδίο θεωρούμε ως το πιο κρίσιμο για την συμβολή μας στην ανάπτυξη της παρέμβασής μας, θα αναπτύξουμε παρακάτω ορισμένες θέσεις για αυτό το ζήτημα.
3.2. Παρέμβαση μέσα στον αστικό θεσμό «Δήμος»
Η συμμετοχή μας σε επιτροπές ή ΝΠ του δήμου και για τον πολιτισμό έχει κριτήριο και αποστολή το να εκφράζει τα συμφέροντα των εργατικών και φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Να ελέγχει τη δημοτική εξουσία από θέσεις εργατικής αριστερής αντιπολίτευσης, να συμβάλλει στην ενίσχυση της πολιτιστικής δημιουργίας έξω από τους αστικούς θεσμούς (με την πληροφόρηση, τη διεκδίκηση χώρων και υποδομών για τη νεολαία, τη στήριξη της ερασιτεχνικής δημιουργίας και των νέων καλλιτεχνών, την υπεράσπιση του δικαιώματος στον πολιτισμό, κ.α.). Να υπηρετεί την οργάνωση της λαϊκής πάλης έξω από τον αστικό θεσμό «δήμος». Να συμβάλλει στην ανάπτυξη μαζικού λαϊκού κινήματος στην κατεύθυνση συγκρότησης συλλογικών οργάνων διεκδίκησης και επιβολής της λαϊκής θέλησης ως αναγκαίο όρο και προϋπόθεση για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και τη νικηφόρα έκβαση των αναγκαίων συγκρούσεων.
Συνεπώς με βάση τα παραπάνω, απορρίπτουμε τη λογική της «συνδιαχείρισης». Απορρίπτουμε την εμπλοκή σε «εκβιασμούς» διαχείρισης της μιζέριας (για παράδειγμα λέμε όχι σε εγκρίσεις προϋπολογισμών για προσλήψεις με ελαστικές σχέσεις εργασίας στο όνομα της κάλυψης αναγκών, όχι στη συναίνεση σε μια «δημοκρατικότερη και πιο κοινωνική» αξιοποίηση των ΕΣΠΑ στο όνομα του «τι να κάνουμε δεν βρίσκουμε άλλους πόρους», κλπ).
Τοποθετούμαστε με βάση τις δικές μας θέσεις και με περαιτέρω εξειδίκευση: Λόγου χάρη η θέση για την διαγραφή του χρέους/να πληρώσει το κεφάλαιο σε φόρους, αποτελεί παράλληλα και πρόταση-διέξοδος για το που θα βρεθούν οι πόροι και πως θα αξιοποιηθούν για τις εργατικές-λαϊκές ανάγκες.
Συμβάλλουμε στην αποκάλυψη των αντεργατικών – αντιλαϊκών πολιτικών και διαπλοκών των τοπικών αρχών. Αντιπαλεύουμε και αποκαλύπτουμε την αντιδραστική πολιτική κυβερνήσεων, ΕΕ, και δήμων και των οικονομικών συμφερόντων του κεφαλαίου (και του τοπικού), προτάσσοντας ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο στόχων πάλης και για τα τοπικά πολιτιστικά ζητήματα.
4. Κριτική σε αντιλήψεις και πρακτικές για την πολιτιστική παρέμβαση
Είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε την τέχνη σαν τον φτωχό συγγενή της πολιτικής. Η τέχνη και ευρύτερα τα πολιτιστικά δρώμενα είναι ένα πολύ σοβαρό όπλο τόσο στα χέρια της αστικής τάξης, όσο και στα χέρια των δυνάμεων που αγωνίζονται για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης. Στην πράξη χρειάζεται να υπερβούμε την ενασχόληση με την τέχνη μόνο ως διοργάνωση φεστιβάλ, συναυλιών αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας και την συγγραφή κάποιων ενίοτε και καλών άρθρων περί τέχνης και πολιτικής. Παρόλη την ελπιδοφόρα εμφάνιση, μαζικοποίηση και δραστηριοποίηση τα τελευταία χρόνια συλλογικοτήτων γειτονιάς όπως είναι πχ τα Κοινωνικά Κέντρα, οι Εργατικές Λέσχες κλπ, η αντίληψη για την τέχνη και τον πολιτισμό που έχουν διάφορες αριστερές συλλογικότητες, παραμένει εν πολλοίς εργαλειακή: Κυρίαρχο κριτήριο στις καλλιτεχνικές επιλογές των διαφόρων πολιτικών-πολιτιστικών εκδηλώσεων (φεστιβάλ, συναυλίες αλληλεγγύης κλπ) παραμένει η αναγνωρισιμότητα του καλλιτέχνη, επομένως αρκετές φορές ηγεμονεύουν οι συσχετισμοί με όρους θεάματος έναντι των όρων περιεχομένου, στάσης κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό όμως υποβαθμίζεται η ίδια τη λειτουργία της τέχνης ως φορέα ιδεολογίας και όπλου που βοηθάει στη ρηγμάτωση της κυρίαρχης συνείδησης.
Μεγάλο είναι το πρόβλημα στην άσκηση πολιτιστικής πολιτικής από δημοτικές αρχές που μιλούν στο όνομα της αριστεράς. Στην πράξη ελάχιστα διαφέρουν από την πολιτιστική πολιτική την οποία ασκούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Δε λείπουν οι ίδιες διαδικασίες, η αποσπασματική-πυροτεχνική αντιμετώπιση του πολιτισμού με κριτήριο τι θα ανεβάσει το κύρος των εκάστοτε αρχόντων με φωτογραφίες και χειραψίες με επώνυμους καλλιτέχνες, παραγοντισμό, διαπλοκή με τους δικούς μας «αριστερούς» διαμεσολαβητές. Ακόμα και αν υπάρχει μια καλή πρόθεση να εμπλακούν με τα σπέρματα μιας ανεξάρτητης τοπικής καλλιτεχνικής παραγωγή γίνεται με όρους πατερναλιστικούς και απαξιωτικούς. Οι «αριστερές» δημοτικές αρχές αντιλαμβάνονται στην καλύτερη περίπτωση την πολιτιστική πολιτική, ως διοργάνωση δωρεάν –ή με φτηνό εισιτήριο- πολιτιστικών εκδηλώσεων και είναι ελάχιστα πλέον τα δείγματα μιας άλλης πολιτιστικής παρέμβασης στη δράση τους.
Λείπει παντελώς η αντίληψη σύνδεσης της τέχνης και των πολιτιστικών δρωμένων, με μια ευρύτερη ταξική αντίληψη η οποία να συμβάλλει στην συγκρότηση του πολιτισμικού υπόβαθρου με στόχο την ανάδειξη των εργαζομένων και του λαού σε δρώντα πολιτικά/πολιτισμικά υποκείμενα. Λείπει παντελώς μια πολιτιστική πολιτική που να κατανοεί και να αμφισβητεί έμπρακτα την αστική αντίληψη για την τέχνη (εμπορευματικές σχέσεις, χορηγία, ανάθεση και μετατροπή των κατοίκων σε απλούς καταναλωτές μιας έστω και ποιοτικής τέχνης κλπ).
Από την άλλη μεριά υπάρχει το αντίθετο πρόβλημα: Αναγνωρίζεται η ανάγκη αμφισβήτησης των εμπορευματικών κριτηρίων/διαμεσολαβήσεων, αλλά γίνεται αυτό είτε από την σκοπιά απόρριψης της τέχνης και του πολιτισμού γενικά, είτε από την σκοπιά της απόρριψης της τέχνης ως κοινωνική παραγωγή κρατώντας τη μόνο ως ατομική δημιουργία. Έτσι πετιέται μαζί με τα απόνερα και το μωρό: Άλλο πράγμα η αμφισβήτηση/απόρριψη των εμπορευματικών κριτηρίων/διαμεσολαβήσεων η οποία είναι ορθή και γόνιμη και άλλο πράγμα η απόρριψη του κοινωνικού χαρακτήρα της τέχνης. Ακόμα χειρότερη και λαθεμένη είναι η αντίληψη άρνησης της τέχνης και ως επαγγελματική βιοποριστική ενασχόληση (κοινώς εργασία). Αποτελεί μια ελιτίστικη και εν τέλει μικροαστική αντίληψη που θέλει τον καλλιτέχνη αποκλειστικά και μόνο δημιουργό και την τέχνη αποκλειστικά και μόνο δημιουργία. Συνεπώς και σύμφωνα πάντα με αυτή την αντίληψη, όσοι καλλιτέχνες επιδιώκουν να ζουν από την τέχνη τους είναι «ξεπουλημένοι» και ο αγώνας για βελτίωση των συνθηκών εργασίας των καλλιτεχνών (αμοιβές, σχέσεις εργασίας, υποδομές, ασφάλιση κλπ) είναι είτε μάταιος, είτε αδιάφορος.
5. Τοπική πολιτιστική πολιτική
Θεωρούμε ότι στον αγώνα για τη λαϊκή/κοινωνική χειραφέτηση σημαντικό ρόλο παίζει η οικοδόμηση συνείδησης όπου η εργατική τάξη γίνεται τάξη για λογαριασμό της και δίνει τον αγώνα για την κατάργηση των τάξεων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων. Ένα πρώτο βήμα στην υπόθεση της ταξικής/κοινωνικής χειραφέτησης είναι η συμβολή στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας. Ως λαϊκή κουλτούρα θεωρούμε όχι έναν ευτελή πολιτισμό σε αντιδιαστολή με τον υψηλό, αλλά ως το σύνολο εκείνο των πρακτικών και προσεγγίσεων που δίνουν τη δυνατότητα πολιτιστικής ανάπτυξης στα καταπιεσμένα στρώματα της σημερινής κοινωνίας. Η αμφισβήτηση/σταδιακή υπέρβαση της εμπορευματικής αντίληψης των κοινωνικών –συνεπώς και των πολιτιστικών- σχέσεων μεταξύ των καταπιεσμένων, είναι η καρδιά αυτής της λαϊκής κουλτούρας. Όσο αυτό δεν γίνεται κατανοητό –και αποδεκτό- τόσο η αστική αντίληψη για τον άνθρωπο και τις σχέσεις του θα θριαμβεύει στα μυαλά και τις ζωές των καταπιεσμένων τούτου του κόσμου.
Το τωρινό ζητούμενο είναι να συλλογικοποιηθεί ο αγώνας για έναν εργατικό πολιτισμό/ λαϊκή κουλτούρα, όχι γενικά και αόριστα από το λαϊκό κίνημα, αλλά πρωτίστως από το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας (νέους, καλλιτέχνες κ.λπ.) που την αναγνωρίζει ως ανάγκη.
5.1. Από ποια οπτική προσπαθούμε να κάνουμε πολιτιστική πολιτική;
Αναγνωρίζουμε ότι η καλλιτεχνική παραγωγή όπως και όλες οι μορφές κοινωνικής παραγωγής δεν μπορούν να χειραφετηθούν μέσα στον καπιταλισμό παρά μόνο μετά την υπέρβαση/ανατροπή του, όταν η οποιαδήποτε πολιτιστική πολιτική θα πηγάζει από τις κοινωνικές ανάγκες και θα αποσκοπεί στην εκπλήρωσή τους και όχι στην παραγωγή και ιδιοποίηση κέρδους για το κεφάλαιο. Δεν τρέφουμε αυταπάτες για τα όρια οποιασδήποτε παρέμβασης στην πολιτιστική πολιτική στα πλαίσια αυτού του συστήματος. Αυτό δε σημαίνει ότι απαξιώνουμε την προσπάθεια για εξειδίκευση θέσεων αλλά και συλλογικών δράσεων που γίνονται με όραμα τη χειραφέτηση τόσο της καλλιτεχνικής παραγωγής όσο και των καταπιεσμένων στρωμάτων της σημερινής ταξικά διαρθρωμένης κοινωνίας.
Η κυρίαρχη αστική ιδεολογία όπως εξειδικεύεται σε σχέση με τον πολιτισμό δίνει έμφαση στην επιχειρηματικότητα, στην εμπορευματοποίηση, στον ατομισμό, στη δημιουργία συνείδησης καταναλωτή κλπ. Αναγνωρίζοντας ότι το πεδίο παρέμβασής μας είναι "εκτός έδρας" τόσο στην ίδια την κοινωνία όσο και στους θεσμούς που έχουν οικοδομηθεί και διαποτιστεί με την παραπάνω αντίληψη, προσπαθούμε να παρέμβουμε παίρνοντας σαφώς το μέρος των ταξικά και κοινωνικά καταπιεσμένων στρωμάτων και όχι "ουδέτερα" στο όνομα όλης της τοπικής κοινωνίας. Διότι έτσι, ξεπλένεται ο ρόλος του τοπικού και υπερτοπικού κεφαλαίου, της τοπικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, των παραγόντων, των υπηρετών της διαπλοκής κ.ά.
5.2. Ποιό υποκείμενο προτάσσουμε στην πολιτιστική μας πρόταση;
Το κοινωνικό υποκείμενο το οποίο θέλουμε να πρωταγωνιστήσει στην πάλη για την υλοποίηση της πολιτιστικής μας πρότασης , είναι το κομμάτι της εργατικής τάξης, των φτωχών -μεσαίων στρωμάτων και της νεολαίας που με τον ένα ή άλλο τρόπο ασχολείται ή θέλει να ασχοληθεί με ένα είδος τέχνης. Για παράδειγμα έχουμε τους μαθητές και καθηγητές ωδείων/σχολών χορού, την ερασιτεχνική πολιτιστική δημιουργία, τους ανερχόμενους καλλιτέχνες, τους καλλιτέχνες που είτε καταφέρνουν και ζουν είτε όχι από την τέχνη τους, τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτιστική δημιουργία. Η πρόταση μας αφορά και τους καλλιτέχνες-εργολάβους όσο αυτοί στέκονται κριτικά απέναντι στην εργολαβική τους ιδιότητα.
Η βάση της συγκρότησης του, είναι η ανάπτυξη στόχων διεκδίκησης προς την τοπική εξουσία: Είναι ο μόνος δρόμος για να μπορέσουν να συνδεθούν οι επιθυμίες/ανάγκες των τοπικών καλλιτεχνών με τον ευρύτερο στόχο της συλλογικοποίησής τους.
5.3. Κοινωνικοί υποδοχείς μιας τέτοιας αντίληψης
Κρίσιμο βήμα για μια τέτοια συλλογικοποίηση είναι τόσο η ανάπτυξη αυτοοργανωμένων συλλογικοτήτων στις γειτονιές (Κοινωνικά Κέντρα, Εργατικές Λέσχες, λαϊκές συνελεύσεις κλπ) που να ενσωματώνουν σταδιακά μια τέτοια αντίληψη πολιτιστικής πολιτικής, όσο και η στροφή σε ένα τέτοιο προσανατολισμό των εργατικών σωματείων της περιοχής μας με την ανάλογη σταδιακή υιοθέτηση και σε αυτά της παραπάνω αντίληψης. Βασικός υποδοχέας μιας τέτοιας αντίληψης είναι και το υπόλοιπο κομμάτι των κατοίκων της περιοχής μας, και εδώ θα δώσουμε μια μακρόχρονη μάχη προκειμένου να μπορέσει ένα σημαντικό κομμάτι των κατοίκων να οσμωθεί και να κατανοήσει την αξία της αντίληψής μας για την πολιτιστική πολιτική. Για να μπορέσει έτσι να ενισχύσει και με υλικούς όρους τις προσπάθειες αυτές. Θέλουμε τους κατοίκους της περιοχής μας, όχι απλώς καταναλωτές πολιτιστικών προϊόντων έστω και ποιοτικών, αλλά κοινωνούς/συμμέτοχους στα πολιτιστικά δρώμενα, έστω και αν δεν θα θελήσει ποτέ ένα κομμάτι τους να ασχοληθεί με κάποιο είδος τέχνης.
5.4. Υπάρχουν προτεραιότητες στην άσκηση μιας σημερινής ριζοσπαστικής πολιτικής;
Το βασικό κριτήριο που θα καθορίσει τις προτεραιότητες στην άσκηση μιας σημερινής ριζοσπαστικής πολιτιστικής πολιτικής είναι ποιες είναι οι επιλογές και οι στοχεύσεις που διευρύνουν τη χειραφετητική διαδικασία αρχικά του υποκειμένου στη βάση της διπλής φύσης της τέχνης: Ως μορφή κοινωνικής παραγωγής αλλά και κοινωνικής συνείδησης.
5.5. Γιατί έχει νόημα στις σημερινές συνθήκες να στηριχθεί μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική παραγωγή;
Αποδεχόμενοι τη μαρξιστική θέση ότι "η τέχνη είναι καθρέφτης και σφυρί" θεωρούμε ότι οι μορφές και τα περιεχόμενα της τέχνης κάθε εποχής, αντανακλούν την κίνηση της κοινωνικής συνείδησης επιδρώντας ταυτόχρονα σε αυτή. Στην κίνηση αυτή σαφώς εμπεριέχονται τόσο η κυρίαρχη ιδεολογία όσο και η μορφοποίηση –πολύμορφων και αντιφατικών- σπερμάτων ιδεών που αντιστέκονται σε αυτή. Αποδεχόμαστε ότι όσο αντιφατική και αν είναι αυτή η ανεξάρτητη καλλιτεχνική παραγωγή μάλλον θα παίξει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της τέχνης που θα εκφράσει αλλά και θα επιδράσει στη διαμόρφωση της αυριανής κοινωνίας που οραματιζόμαστε.
Ως ανεξάρτητη καλλιτεχνική παραγωγή περιγράφουμε σήμερα, την καλλιτεχνική παραγωγή που δεν πραγματώνεται με κυρίαρχους τους όρους της εμπορευματοποίησης, δεν επικοινωνείται μέσα από τους κυρίαρχους διαύλους διαμεσολάβησης και παράγεται κυρίως από κοινωνικά ενεργούς ανθρώπους.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε σημαντική την ανάπτυξη καλλιτεχνικών κινημάτων που θα αντιστέκονται στο στραγγαλισμό της ανεξάρτητης καλλιτεχνικής παραγωγής και θα διεκδικούν το δικαίωμά τους να παρέμβουν στην κοινωνική πραγματικότητα. Θα εδραιώνουν τα δικαιώματα που έχουν ήδη κατακτηθεί με αγώνες διεκδικώντας παράλληλα τη διεύρυνσή τους και ωθώντας το υπάρχον σύστημα στα όριά του, φέρνοντάς το αντιμέτωπο με τα αδιέξοδά του.
6. Προτάσεις για συλλογική οργάνωση και δράση
Η κατάθεση και ανάπτυξη των παρακάτω προτάσεων για δράση, σχετίζεται με το βαθμό ανάπτυξης τόσο της συνείδησης του καλλιτεχνικού δυναμικού όσο και των κοινωνικών αγώνων. Στην παρούσα φάση κατά την οποία ξεκινάμε μια αρχική προσπάθεια, θα μπορούσε να τεθεί ως εξής:
Συγκρότηση δικτύων καλλιτεχνών ως σημεία αφετηρίας συλλογικών δράσεων αλλά και καλλιτεχνικής αλληλεπίδρασης. Από τη στιγμή που οι συλλογικές αυτές δράσεις λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο μπορούν να δημιουργήσουν ή/και να δυναμώσουν το αίσθημα της κοινότητας – κοινής αναφοράς και να αποκτήσει η τοπική παραγωγή διακριτό στίγμα στην τοπική κοινωνία.
Συγκρότηση θεματικών πρωτοβουλιών για συλλογικές πολιτιστικές διοργανώσεις είτε σε κοινωνικούς χώρους, είτε σε δημοτικούς είτε και στα δύο. Αυτά θα μπορούσε να είναι π.χ. ένα θεματικό μουσικό φεστιβάλ π.χ. hip-hop ή stoner φεστιβάλ, ένας κύκλος προβολών ντόπιων κινηματογραφιστών κ.ά. Άλλο κομμάτι θα μπορούσε να περιλαμβάνει διοργάνωση συζητήσεων, παραγωγή ντοκιμαντέρ και ταινιών για την ντόπια καλλιτεχνική παραγωγή κ.ά. Το σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι ομάδες να αναλαμβάνουν ένα σημαντικό κομμάτι του σχεδιασμού/διοργάνωσης των εκδηλώσεων, περιορίζοντας αφενός τον εμπορευματικό τους χαρακτήρα, εισάγοντας αφετέρου μια άλλη λογική που θα συγκρούεται με την κυρίαρχη.
Σύνδεση των ντόπιων καλλιτεχνών με άλλα ενεργά κομμάτια της τοπικής κοινωνίας. Μια σημαντική τέτοιου είδους σύνδεση θα μπορούσε να είναι με μαθητές και να αφορά καλλιτεχνικά μαθήματα ή θεματικά workshops π.χ. μουσική παραγωγή hip-hop, κινηματογραφική παραγωγή κ.λπ.).
Μια άλλη σημαντική πλευρά είναι η στήριξη υπαρχόντων συλλογικοτήτων που ασχολούνται με τον πολιτισμό και συμβολή μας για τον προσανατολισμό τους στην ανάδειξη του «άλλου εργατικού» πολιτισμού. Η σύνδεση θα μπορούσε να είναι με αγωνιζόμενες συλλογικότητες όπως κοινωνικά κέντρα, εργατικές λέσχες, σωματεία εργαζομένων, δίκτυα αλληλεγγύης κλπ.
6.1. Ένα πρώτο πλαίσιο διεκδικήσεων
Ως πλαίσιο διεκδίκησης αφορά τόσο τους καλλιτέχνες και τον κόσμο γενικότερα που ασχολείται ενεργά με τον πολιτισμό όσο και την εκάστοτε δημοτική Αρχή προς την οποία και απευθύνεται για να υλοποιηθεί. Τι θα μπορούσε σε αρχικό –και μόνο- στάδιο να περιλαμβάνει;
Διεκδίκηση από το δήμο δωρεάν καλλιτεχνικών μαθημάτων από δασκάλους με πλήρη εργασιακά δικαιώματα και μόνιμη δουλειά.
Στήριξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας των νέων, των ερασιτεχνών, των καλλιτεχνών.
Διεκδίκηση των υλικών όρων παραγωγής και απεύθυνσης της τέχνης τους και συλλογικής διαχείρισής τους. Έτσι χρειάζεται να στηθούν χώροι παραγωγής (studio προβών και στοιχειωδών ηχογραφήσεων, σουίτες για στοιχειώδες μοντάζ, αίθουσες χορού κ.λπ.) αλλά και χώροι/σκηνές όπου να μπορεί να παρουσιαστεί με αξιώσεις και τις δικές του ιδιαιτερότητες το καλλιτεχνικό έργο, ανάλογα με τις απαιτήσεις που έχει το κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα.
Η μορφοποίηση/εξειδίκευση ή/και μελλοντική διεύρυνση των αιτημάτων, όπως και ο αγώνας για την υλοποίησή τους, είναι κυρίως υπόθεση των καλλιτεχνικών συλλογικοτήτων.
Στόχος μας να συμβάλλουμε και μέσα από τον τομέα του πολιτισμού, στην κοινωνική απελευθέρωση που θα ανθίζουν οι τέχνες και η πολιτιστική δημιουργία και ο κάθε άνθρωπος θα μπορεί να ανυψωθεί από καταναλωτή τέχνης σε καλλιτέχνη-δημιουργό. Που θα μπορεί να ξεδιπλώνει τις ικανότητες και τα ταλέντα του και χωρίς περιορισμούς να έρχεται σε επαφή με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες σε όλους τους τομείς.
Βύρωνας, Απρίλιος 2016
ArtS project!
ΑπάντησηΔιαγραφήwww.arts-project.eu
Το Arts είναι ένα 3ετές πρόγραμμα Erasmus+. Σκοπός του είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων των Τομέων Δημιουργίας και Πολιτισμού (Culture and Creative Sectors –CCS) με στόχο τη δημιουργία ανάπτυξης και θέσεων και τη βελτίωση της κοινωνικής οικονομίας σε τοπικό, εθνικό και διακρατικό επίπεδο.
Το πρόγραμμα Arts είναι μια απάντηση στη μεγάλη ανάγκη ανάπτυξης εταιρικών σχέσεων μεταξύ των τομέων Δημιουργίας και Πολιτισμού, των κοινωνικών εταίρων και των παρόχων εκπαίδευσης ώστε να εντοπιστούν οι σημερινές και μελλοντικές ανάγκες σε επίπεδο δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας δημιουργίας και πολιτισμού στην Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία και να αναπτυχθεί ένα κοινό καινοτόμο πρόγραμμα κατάρτισης το οποίο θα εφοδιάσει τους τομείς αυτούς με το μείγμα δεξιοτήτων οι οποίες είναι απαραίτητες στην δημιουργική επιχειρηματικότητα. Το πρόγραμμα καλύπτει τους ακόλουθους κλάδους: α) Χειροτεχνία β) Τέχνες του Θεάματος (μουσική, χορός, θέατρο) γ) Πολιτιστική Κληρονομιά (αρχεία, βιβλιοθήκες, μουσεία) δ) Συγγραφικές τέχνες (βιβλίο και τύπος) ε) Εικαστικές τέχνες στ) Οπτικοακουστικά μέσα και πολυμέσα.
Θα συμβάλλει στη: α) ανάπτυξη ενός εκπαιδευτικού προγράμματος (curriculum) Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης (ΕΕΚ) σύμφωνα με στα πρότυπα EQF/ECVET των οποίων ο προσανατολισμός βασίζεται στο αποτέλεσμα και το οποίο θα ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες ελλείψεις δεξιοτήτων στην αγορά των τομέων δημιουργίας και πολιτισμού β) στήριξη της δικτύωσης και της κινητικότητας στην εργασία γ) ανάπτυξη της καινοτομίας στην ΕΕΚ με τον σχεδιασμό και την προσφορά ενός καινοτόμου προγράμματος κατάρτισης.
Δεν διαγράψαμε το παραπάνω σχόλιο που προωθεί ό,τι ακριβώς σιχαινόμαστε και απορρίπτουμε στην καθημερινότητα και στο καλλιτεχνικό/πολιτικό μας πρόταγμα, μόνο και μόνο γιατί μας κατακλύζει από παντού. Οπότε, αυτό που έχει σημασία είναι, ΝΑ καταφέρουμε ως εργατική τάξη και λαός να αποδομήσουμε αυτό το κυρίαρχο πλαίσιο εμπορευματοποίησης της τέχνης, συμβάλλοντας στο να γίνει ηη τέχνη οργανικό τμήμα της μεγάλης πορείας προς την ταξική/κοινωνική απελευθέρωση.
Διαγραφή