-->

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Walter Benjamin: "Ο συγγραφέας ως παραγωγός" (I)

Αναδημοσίευση από το Lenin Reloaded

Walter Benjamin: "Ο συγγραφέας ως παραγωγός"
Ομιλία στο Ινστιτούτο για τη μελέτη του φασισμού, Παρίσι, 27 Απρίλη 1934
 

Μετάφραση: Lenin Reloaded



Θα θυμάστε πώς φέρεται στους συγγραφείς ο Πλάτωνας, στο έργο του περί Πολιτείας. Για το συμφέρον της κοινωνίας, τους στερεί το δικαίωμα να είναι μέλη της. Ο Πλάτων είχε μεγάλη ιδέα για την δύναμη της λογοτεχνίας. Αλλά τη θεωρούσε βλαβερή και περιττή -- σε μια τέλεια κοινωνία, βέβαια. Από τις μέρες του Πλάτωνα, το ζήτημα του δικαιώματος του συγγραφέα στην ύπαρξη δεν έχει συχνά τεθεί με την ίδια έμφαση· σήμερα, τίθεται εκ νέου. Φυσικά, σπάνια μόνο αναδύεται με την μορφή αυτή. Αλλά είστε όλοι σας οικείοι με αυτό σε μια διαφορετική μορφή, αυτή του ζητήματος της αυτονομίας του συγγραφέα: της ελευθερίας του να γράφει ό,τι αγαπά. Δεν τείνετε να του εκχωρείτε τούτη την αυτονομία. Πιστεύετε πως η σημερινή κοινωνική κατάσταση τον εξαναγκάζει σε ποιου την υπηρεσία θέλει να θέσει την δραστηριότητά του. Ο αστός συγγραφέας της λογοτεχνίας αναψυχής δεν αποδέχεται αυτή την επιλογή. Τού αποδεικνύετε ότι χωρίς να το παραδέχεται, εργάζεται για λογαριασμό συγκεκριμένων αστικών συμφερόντων. Ένας προοδευτικός τύπος συγγραφέα αποδέχεται αυτή την επιλογή. Η απόφασή του διαμορφώνεται στη βάση της ταξικής πάλης: θέτει τον εαυτό του στο πλευρό του προλεταριάτου. Κι αυτό είναι το τέλος της αυτονομίας του. Κατευθύνει την δραστηριότητά του προς ό,τι είναι χρήσιμο στο προλεταριάτο στην ταξική πάλη. Αυτό συνήθως το ονομάζουμε αναζήτηση της τάσης, ή "στράτευση."


Εδώ έχουμε τη λέξη-κλειδί γύρω από την οποία έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό μια συζήτηση. Την γνωρίζετε, κι έτσι γνωρίζετε και πόσο άγονη υπήρξε αυτή η συζήτηση. Το γεγονός είναι πως η συζήτηση αυτή δεν ξεπέρασε ποτέ το ανιαρό "απ' τη μία πλευρά", "από την άλλη πλευρά": από τη μία πλευρά, πρέπει κάποιος να απαιτεί τη σωστή τάση (ή στράτευση) από το έργο ενός συγγραφέα, από την άλλη, έχει το δικαίωμα να αναμένει το έργο του να είναι υψηλής ποιότητας. Αυτή η διατύπωση είναι βέβαια μη ικανοποιητική στον βαθμό που δεν έχουμε κατανοήσει την ακριβή φύση της σχέσης ανάμεσα στους δύο παράγοντες, την στράτευση και την ποιότητα. Μπορεί κάποιος να δηλώσει πως ένα έργο που δείχνει τη σωστή τάση δεν χρειάζεται να αποδείξει περαιτέρω ποιότητα. Ή μπορεί κάποιος να αποφανθεί πως ένα έργο που επιδεικνύει την σωστή τάση πρέπει απαραιτήτως να επιδεικνύει και κάθε άλλη ποιότητα.

Η δεύτερη αυτή διατύπωση δεν στερείται ενδιαφέροντος. Περαιτέρω, είναι σωστή. Την ιδιοποιούμαι. Αλλά κάνοντάς το αυτό, αρνούμαι να την ανακηρύξω ως κάτι δεδομένο. Η δήλωση αυτή πρέπει να αποδειχθεί. Και ζητώ την προσοχή σας για την προσπάθειά μου να την αποδείξω. Μπορεί να έχετε την αντίρρηση ότι το θέμα μου είναι εξειδικευμένο, πιθανώς και παρατραβηγμένο. Μπορεί να αναρωτιέστε αν ελπίζω να προάγω τη μελέτη του φασισμού με μια τέτοια απόδειξη. Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω. Γιατί ελπίζω πως θα μπορέσω να σας δείξω ότι η έννοια της στράτευσης, με την απλουστευτική μορφή με την οποία εμφανίζεται γενικά στην συζήτηση στην οποία μόλις αναφέρθηκα, είναι εντελώς ανεπαρκής ως όργανο της πολιτικής λογοτεχνικής κριτικής. Θα ήθελα να σας δείξω ότι η τάση ενός λογοτεχνικού έργου μπορεί να είναι πολιτικά σωστή μόνο αν είναι επίσης λογοτεχνικά σωστή. Αυτό σημαίνει ότι η τάση η οποία είναι πολιτικά σωστή περιλαμβάνει μια λογοτεχνική τάση. Και επιτρέψτε μου να προσθέσω μεμιάς:  αυτή η λογοτεχνική τάση, η οποία περιλαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα σε κάθε σωστή πολιτική στάση, αυτή και μόνο συνιστά την ποιότητα ενός έργου. Εξαιτίας αυτού, η σωστή πολιτική τάση ενός έργου επεκτείνεται και στην λογοτεχνική του ποιότητα: επειδή μια πολιτική τάση που είναι σωστή συνιστά μια λογοτεχνική τάση που είναι σωστή.




Ελπίζω να μπορέσω να σας υποσχεθώ πως αυτή η διαβεβαίωση θα γίνει άμεσα σαφέστερη. Προς το παρόν, επιτρέψτε μου να παρεμβάλλω πως θα μπορούσα να έχω επιλέξει ένα διαφορετικό σημείο εκκίνησης για τους προβληματισμούς που θα ήθελα να σας παρουσιάσω. Ξεκίνησα με την άγονη συζήτηση περί της σχέσης μεταξύ της τάσης και της ποιότητας των λογοτεχνικών έργων. Η συζήτηση αυτή απαξιώθηκε, και δικαίως. Θεωρείται ενδεικτικό παράδειγμα μιας προσπάθειας να αναλυθούν οι λογοτεχνικές σχέσεις αντιδιαλεκτικά, μέσα από τα στερεότυπα. Αλλά τι γίνεται αν ασχοληθούμε με το πρόβλημα διαλεκτικά;



Για τη διαλεκτική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού --και τώρα έρχομαι στην καρδιά του ζητήματος-- το άκαμπτο, απομονωμένο αντικείμενο (το έργο, το μυθιστόρημα, το βιβλίο) είναι εντελώς άχρηστο. Πρέπει να εισαχθεί στο πλαίσιο των ζώντων κοινωνικών σχέσεων. Σωστά επισημαίνετε πως αυτό έχει γίνει και ξαναγίνει στον κύκλο των φίλων σας. Οπωσδήποτε. Αλλά η συζήτηση έχει συχνά μετακινηθεί γρήγορα σε ευρύτερα ζητήματα και έτσι, αναπόφευκτα, έχει συχνά καταλήξει να είναι θολή κι αφηρημένη. Οι κοινωνικές σχέσεις, όπως γνωρίζουμε, καθορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής. Και όταν η υλιστική κριτική προσέγγιζε ένα έργο, ρωτούσε ποια ήταν η θέση του έργου αυτού απέναντι ςτις παραγωγικές σχέσεις της εποχής. Αυτή είναι σημαντική ερώτηση. Αλλά είναι επίσης πολύ δύσκολη. Η απάντησή της δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Και θα ήθελα τώρα να προτείνω μια πιο άμεση ερώτηση ώστε να την αναλογιστείτε: μια ερώτηση που είναι κατά κάποιο τρόπο πιο ταπεινή, πηγαίνει λιγότερο μακριά, αλλά, μου φαίνεται, έχει περισσότερες πιθανότητες να μπορεί να απαντηθεί. Αντί να ρωτάμε: ποια είναι η θέση ενός έργου απέναντι στις σχέσεις παραγωγής της εποχή του, υποστηρίζει τις σχέσεις αυτές, είναι αντιδραστικό ή αναζητά την ανατροπή τους, και είναι επαναστατικό; -- αντί για αυτή την ερώτηση, ή όπως και να έχει πριν από αυτή την ερώτηση, θα ήθελα να προτείνω μία διαφορετική. Πριν ρωτήσω: ποια είναι η θέση ενός έργου απέναντι στις σχέσεις παραγωγής της εποχής τους, θα ήθελα να ρωτήσω: ποια είναι η θέση του μέσα σ' αυτές τις σχέσεις; Αυτή η ερώτηση αφορά τη λειτουργία ενός έργο μέσα στις λογοτεχνικές σχέσεις παραγωγής της εποχής του. Με άλλα λόγια, αφορά άμεσα τη λογοτεχνική τεχνική.



Αναφερόμενος στην τεχνική, αναφέρομαι στην έννοια η οποία καθιστά τα λογοτεχνικά παράγωγα προσβάσιμα στην άμεση κοινωνική και συνεπώς υλιστική ανάλυση. Ταυτόχρονα, η έννοια της τεχνικής εκπροσωπεί το διαλεκτικό σημείο εκκίνησης για την υπέρβαση της στείρας διχοτόμησης μορφής και περιεχομένου. Και επιπλέον, η έννοια αυτή της τεχνικής περιέχει εντός της μια ένδειξη για τον σωστό τρόπο καθορισμού της σχέσης ανάμεσα στην τάση και την ποιότητα, η οποία ήταν ο στόχος της αρχικής μας διερεύνησης. Αν, λοιπόν, είχαμε πιο πριν το δικαίωμα να πούμε ότι η σωστή πολιτική τάση ενός έργου περιλαμβάνει την λογοτεχνική του ποιότητα επειδή περιλαμβάνει την λογοτεχνική του τάση, τώρα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια πως αυτή η λογοτεχνική τάση μπορεί να συνίσταται σε μια προοδευτική ή σε μια οπισθοδρομική ανάπτυξη της λογοτεχνικής τεχνικής.



Αναμφίβολα θα σας βρω σύμφωνους αν στο σημείο αυτό, και με φαινομενική μόνο έλλειψη συνάφειας, στραφώ σε ένα σύνολο εντελώς απτών λογοτεχνικών σχέσεων: αυτών της Ρωσίας. Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στον Σεργκέι Τρετιάκοφ και στον τύπο "λειτουργικού" συγγραφέα τον οποίο ορίζει και εκπροσωπεί. Αυτός ο λειτουργικός συγγραφέας προσφέρει το πιο απτό παράδειγμα της λειτουργικής εξάρτησης η οποία υπάρχει πάντα και υπό κάθε συνθήκη ανάμεσα στην σωστή πολιτική τάση και την προοδευτική λογοτεχνική τεχνική. Οπωσδήποτε, πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα. Επιφυλάσσομαι να παραθέσω άλλα αργότερα. Η αποστολή του λειτουργικού συγγραφέα δεν είναι να αναφέρει αλλά να αγωνίζεται· δεν είναι να αναλαμβάνει τον ρόλο του θεατή αλλά να παρεμβαίνει άμεσα. Ο Τρετιάκοφ ορίζει την αποστολή αυτή με τα στοιχεία που παραθέτει για τη δική του δραστηριότητα. Όταν, το 1928, και στην περίοδο της πλήρους κολλεκτιβοποίησης της ρωσικής γεωργίας εκδόθηκε το σύνθημα "οι συγγραφείς στην Κολλεχτίβα!" ο Τρετιάκοφ πήγε στην κομμούνα του "Κομμουνιστικού Φάρου" και, στο διάστημα δύο παρατεταμένων επισκέψεων, κατανόησε τις ακόλουθες δραστηριότητες: την σύγκλιση μαζικών συναντήσεων· τη συλλογή χρημάτων για προκαταβολές για τρακτέρ· την ικανότητα να πείθεις τους ιδιώτες αγρότες να μπουν σε μια Κολλεχτίβα· την επίβλεψη των αιθουσών ανάγνωσης· την εγκαινίαση εφημερίδων τοίχου και την διεύθυνση της εφημερίδας της Κολλεχτίβας· τις αναφορές στις εφημερίδες της Μόσχας· την εισαγωγή του ραδιοφώνου, των περιοδεύοντων κινηματογραφικών παραστάσεων, κλπ. Δεν μας εκπλήσσει ότι το βιβλίο Feld-Herren [Διοικητές πεδίου] το οποίο έγραψε ο Τρετιάκοφ μετά από τις επισκέψεις αυτές άσκησε σημαντική επίδραση στην κατοπινή οργάνωση της κολλεκτιβοποιημένης γεωργίας.



Μπορεί να θαυμάζετε τον Τρετιάκοφ αλλά να θεωρείτε ότι το παράδειγμά του δεν είναι ιδιαίτερα συναφές εδώ. Τα καθήκοντα που ανέλαβε, μπορεί να ισχυριστείτε, είναι καθήκοντα δημοσιογράφου ή προπαγανδιστή· δεν έχουν και πολλά να κάνουν με τη λογοτεχνική δημιουργία. Όμως αναφέρθηκα στο παράδειγμα του Τρετιάκοφ ενσυνείδητα ώστε να σας δείξω πόσο ευρύς πρέπει να είναι ο ορίζοντας δια του οποίου πρέπει να ξανασκεφτούμε τις έννοιες των λογοτεχνικών μορφών και ειδώ στο φως των τεχνολογικών δεδομένων της σημερινής κατάστασης, αν θέλουμε να βρούμε τις μορφές που αρμόζουν στην λογοτεχνική ενέργεια της εποχής μας. Τα μυθιστορήματα δεν υπήρχαν πάντοτε, ούτε είναι απαραίτητο να υπάρχουν στο μέλλον· ούτε οι τραγωδίες· ούτε τα μεγάλα έπη· λογοτεχνικές μορφές όπως το σχόλιο, η μετάφραση, ακόμα και η παρωδία, δεν ήταν πάντοτε απλώς ήσσονος σημασίας ασκήσεις στα περιθώρια της λογοτεχνίας αλλά είχαν τη θέση τους, όχι μόνο στις φιλοσοφικές αλλά και στις λογοτεχνικές παραδόσεις της Αραβίας και της Κίνας. Η ρητορική δεν ήταν πάντα μια μορφή στερούμενη βαρύτητας· αντιθέτως, άφησε σημαντικά σημάδια σε μεγάλες περιοχές της αρχαίας λογοτεχνίας. Όλα αυτά τα λέω για να σας εξοικειώσω με την ιδέα ότι βρισκόμαστε στο μέσο μιας τεράστιας διαδικασίας κατά την οποία οι λογοτεχνικές μορφές χάνουν το σχήμα τους, μιας διαδικασία κατά την οποία πολλές από τις αντιθέσεις με τις οποίες συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε μπορεί να χάσουν τη συνάφειά τους. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα για το πόσο άκαρπες είναι αυτές οι αντιθέσεις και για την διαλεκτική τους υπερκέραση. Αυτό θα μας φέρει πίσω στον Τρετιάκοφ. Διότι το παράδειγμά μου είναι η εφημερίδα.



"Στη λογοτεχνία μας", λέει ένας συγγραφέας της αριστεράς*, "οι αντιθέσεις οι οποίες, σε ευτυχέστερες περιόδους, γονιμοποιούσαν η μία την άλλη, έχουν πια καταστεί ανεπίλυτες αντιμομίες. Έτσι, η επιστήμη και τα belles lettres, η κριτική και η πρωτότυπη δημιουργία, η κουλτούρα και η πολιτική, στέκονται τώρα μακριά το ένα από το άλλο χωρίς καμία σύνδεση ή τάξη μεταξύ τους. Η εφημερίδα είναι η αρένα αυτής της λογοτεχνικής σύγχυσης. Το περιοχόμενό της ξεφεύγει από κάθε μορφή οργάνωσης πέρα από αυτή που της επιβάλλεται από την ανυπομονησία του αναγνώστη. Και αυτή η ανυπομονησία δεν είναι απλώς η ανηπομονησία του πολιτικού που περιμένει πληροφορίες ή του σπεκουλαδόρου που περιμένει πληροφόρηση για κάποια καλή μετοχή: κρύβει την ανυπομονησία του ανθρώπου που είναι στην απέξω, του ανθρώπου που έχει αποκλειστεί, ο οποίος όμως πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να μιλά εκ μέρους του δικού του συμφέροντος. Τα εκδοτικά γραφεία έχουν εδώ και πολύν καιρό μάθει να εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι τίποτε δεν κρατά τον αναγνώστη δεμένο στην εφημερίδα του τόσο όσο η ανυπομονησία του, η οποία απαιτεί φρέσκια τροφή κάθε μέρα· το εκμεταλλεύονται πετώντας διαρκώς νέες στήλες για τις ερωτήσεις, τις γνώμες και τις διαμαρτυρίες των αναγνωστών. Έτσι, η μη επιλεκτική αφομοίωση των γεγονότων πηγαίνει χέρι-χέρι με την εξίσου μη επιλεκτική αφομοίωση των αναγνωστών, οι οποίοι βλέπουν τον εαυτό τους να εξυψώνεται στιγμιαία στο αξίωμα του ανταποκριτή. Υπάρχει όμως ένας διαλεκτικός παράγοντας κρυμμένος στην κατάσταση αυτή: η παρακμή της λογοτεχνίας στον αστικό Τύπο αποδεικνύεται πως είναι η μορφή της αναγέννησής της στον σοβιετικό Τύπο. Διότι καθώς η λογοτεχνία κερδίζει σε εύρος αυτό που χάνει σε βάθος, έτσι και η διάκριση ανάμεσα στον συγγραφέα και το κοινό, την οποία ο αστικός Τύπος συντηρεί με τεχνητά μέσα, αρχίζει να εξαφανίζεται στον σοβιετικό Τύπο. Ο αναγνώστης είναι πάντα έτοιμος να γίνει συγγραφέας, με την έννοια ότι είναι αυτός που περιγράφει ή που προδιαγράφει. Ως ειδικός --όχι σε κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα πιθανώς, αλλά πάντως ειδικός για το θέμα της εργασίας που συμβαίνει να κάνει-- κατακτά πρόσβαση στην συγγραφή. Η ίδια η εργασία έχει δυο λόγια να πει. Και το γράψιμο για την εργασία γίνεται μέρος των ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για την εκτέλεσή της. Το κύρος που απαιτείται για να γράψεις δεν βασίζεται πια σε μια εξειδικευμένη εκπαίδευση αλλά σε μια πολυτεχνική εκπαίδευση, και έτσι γίνεται κοινό αγαθό. Κοντολογίς, η λογοτεχνικοποίηση των συνθηκών ζωής γίνεται ένας τρόπος να υπερκεραστούν οι ανεπίλυτες αντινομίες, και ο χώρος όπου εκχυδαϊζονται περισσότερο οι λέξεις, δηλαδή η εφημερίδα, γίνεται ο χώρος όπου μπορεί να ξεκινήσει το εγχείρημα σωτηρίας τους."



* Ο συγγραφέας αυτός είναι ο ίδιος ο Benjamin, βλ. Schriften, Φρανκφούρτη, 1955, τομ. 1, σελ. 384.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου