της Νατάσας Κεφαλληνού
«Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με
τους αντάρτες
χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια
κι είναι οι νεκροί, στα ξάγναντα,
πρωτοπανηγυριώτες!»
χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια
κι είναι οι νεκροί, στα ξάγναντα,
πρωτοπανηγυριώτες!»
Άγγελος Σικελιανός
Πολεμάμε και τραγουδάμε ήταν το σύνθημα των ανταρτών του ΕΛΑΣ, πάνω στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας. Τα αντάρτικα τραγούδια που δημιουργήθηκαν και ακούστηκαν στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής εμψύχωσαν και ψυχαγωγούσαν τον λαό και τους αντάρτες, εκφράζοντας το πάθος για την λευτεριά και την ελπίδα για το τέλος του πολέμου, για τη συντριβή των κατακτητών, για τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας. Τα τραγούδια αυτά, παραγόμενα πολλές φορές συλλογικά, αποτελούν όψη του λαϊκού πολιτισμού, του πολιτισμού των «από κάτω». Παρακάτω θα δούμε το δεύτερο μέρος (για το Α’ ΜΕΡΟΣ βλ. εδώ) του αφιερώματος στο αντάρτικο τραγούδι, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τη μουσική και τη θεματολογία τους.
Η μουσική
Η μουσική των «αντάρτικών» χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: πρωτότυπες δημιουργίες συνθετών, διεθνή εμβατήρια – κυρίως ρώσικα, δημοτικά. Γνωστοί μουσικοί που μελοποίησαν «αντάρτικα» είναι ο Αλέκος Ξένος που έχει επονομαστεί ο «συνθέτης της Αντίστασης» λόγω του εύρους του έργου του, ο Βασίλης Ρώτας, ο Νίκος Τσάκωνας, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Φοίβος Ανωγειανάκης, ο Αργύρης Κουνάδης, ο Άκης Σμυρναίος (Αστραπόγιαννoς).
Τα τραγούδια που επενδύθηκαν με τη
μουσική διεθνών εμβατηρίων ήταν είτε μεταφράσεις των ξένων πρωτότυπων ή
ντόπια δημιουργία. Εκείνα που «πατούσαν» πάνω σε σκοπούς δημοτικών
τραγουδιών χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες: Από τη μια πλευρά όσα
διατήρησαν τη μουσική αλλά και τη μορφή των δημοτικών με μικρές
παραλλαγές στο περιεχόμενο των στίχων για να προσιδιάζουν στην
περίσταση. Και από την άλλη, αυτά που ήταν νέες δημιουργίες, αλλά
«ντύθηκαν» μουσικά με παλιούς και καθιερωμένους σκοπούς. Η
μουσική των «αντάρτικών» πιθανότατα έπαιξε ρόλο στη γοργή εξάπλωση τους,
καθώς οι ακροατές ήταν εξοικειωμένοι –τουλάχιστον με τα δημοτικά– και
με ευκολία μπορούσαν να τα αποδεχτούν, να τα τραγουδήσουν και άρα να τα
διαδώσουν.
Το γεγονός ότι τα «αντάρτικα» διασώθηκαν
ως τραγούδια, και όχι μόνο οι στίχοι τους, οφείλεται στο ότι οι
αγωνιστές της Αριστεράς τα τραγουδούσαν κρυφά στις συναντήσεις τους, παρά την απαγόρευσή τους στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Αφετέρου, τραγουδιόντουσαν φανερά, με καμάρι και πικρία ταυτόχρονα
συμπυκνώνοντας τη νίκη και την ήττα του εαμικού κινήματος, από τους
κομμουνιστές που βρίσκονταν εξόριστοι στις χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Τέλος, υπήρξαν και κάποιες ηχογραφήσεις τους που πραγματοποιήθηκαν
μεταπολεμικά στο εξωτερικό (Γαλλία) και κυκλοφορούσαν παράνομα στην
Ελλάδα.
Τα θέματα
Η θεματολογία των στίχων στα «αντάρτικα» ποικίλει. Πρώτον, τα «αντάρτικα» που αναφέρονταν στις αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΝ, Εθνική Αλληλεγγύη, Αετόπουλα, σε μονάδες του ΕΛΑΣ). Δεύτερον, όσα αφορούν ανθρώπους και συγκεκριμένα: Τους αρχηγούς του ΕΛΑΣ, τον Άρη Βελουχιώτη, τους καπεταναίους, διάφορους αγωνιστές, τους αντάρτες. Τρίτον, εκείνα που μνημονεύουν ιστορικά γεγονότα και τόπους. Τέταρτον, τα τραγούδια που αναφέρονται στη γυναικεία συμμετοχή στην Αντίσταση (της μάνας του αντάρτη, της γυναίκας αγωνίστριας). Πέμπτον, εκείνα που σχετίζονται με ιδανικά (της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της πατρίδα, του αγώνα), αλλά και όσα αφορούν τις καθημερινές συνθήκες διαβίωσης (της πείνας, της φυλακής). Τέλος, τα Σατιρικά
που καυτηριάζουν με χιουμοριστικό τρόπο της κατοχικές δυνάμεις, τα
τάγματα ασφαλείας και γενικότερα τους συνεργάτες των Γερμανών, τις
κατοχικές κυβερνήσεις κ.ά.
Από το θεματικό κόσμο των «αντάρτικών»
μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία για τους σκοπούς που αυτά επιτελούσαν,
αλλά και για το πώς οι ίδιοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον αγώνα τους.
Τα τραγούδια που αφορούσαν στα αντάρτικα ένοπλα σώματα μπορούμε να
υποθέσουμε ότι αποτελούσαν κυρίως πολεμικά εμβατήρια με στρατιωτικού
σκοπούς, που οι στρατιώτες θα μπορούσαν να τα τραγουδήσουν περπατώντας
με βήμα. Ο «Ύμνος της ΠΕΕΑ», ο «Ύμνος του ΕΑΜ» συμπύκνωναν τα αιτήματα της Αντίστασης με κυρίαρχο εκείνο της εθνικής απελευθέρωσης:
«Του Ρήγα ο σπόρος φούντωσε πια
κι έγινε φως, χαρά και ελπίδα
να οι αντάρτες απ’ τα βουνά
των σκλαβωμένων σπάν την αλυσίδα»[i]
«Του Ρήγα ο σπόρος φούντωσε πια
κι έγινε φως, χαρά και ελπίδα
να οι αντάρτες απ’ τα βουνά
των σκλαβωμένων σπάν την αλυσίδα»[i]
Παρά το γεγονός ότι στο
εαμικό κίνημα ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας κυριαρχεί, ταυτόχρονα,
διαπλέκεται με την απαίτηση για κοινωνική απελευθέρωση. Η ύπαρξη
«αντάρτικων» που μιλούν για το όραμα μιας άλλης κοινωνίας δείχνει σε
ένα βαθμό τη λαϊκή απήχηση αυτών των ιδανικών και της πολιτικής του ΚΚΕ, καθώς και τον υπαρκτό κοινωνικό χαρακτήρα της Αντίστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραγούδι «Οι Ρούσοι»:
«Αναμένω με λύσσα
να γενούμε όλοι ίσα
του χρόνου τέτοια εποχή
δε θα υπάρχουνε φτωχοί»[ii]
Μια δεύτερη ανάγνωση των «αντάρτικών τραγουδιών» θα μπορούσε να μας αποκαλύψει μια αγνοημένη ιστορική πηγή, καθώς σε αυτά περιλαμβάνονται ιστορικά γεγονότα που τελέσθηκαν στην Κατοχή και εγκολπώθηκαν με μια συμβολική γλώσσα στα τραγούδια. Το τραγούδι «Πρώτα μας Κόψαν το Ψωμί»[iii]
περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο το λιμό που εκδηλώθηκε το χειμώνα του
’41-’42 στη χώρα, αλλά και την ένταση του επισιτιστικού προβλήματος τον
τελευταίο χειμώνα της Κατοχής. Περιστατικά της καθημερινότητας
ξετυλίγονται, και παρουσιάζονται οι ποικίλες απαγορεύσεις των κατοχικών
δυνάμεων,[iv]
διαγράφοντας τις δυσκολίες της διαβίωσης, αλλά και τις αντιστάσεις του
πληθυσμού: «Όλα τα υποφέραμεν τα βάσανα μας κείνα, μα το σκολείο δεν
κλείσαμε μ’ όλη την άγρια πείνα».
Σκελετωμένα από την πείνα
σώματα, καθημερινή διατροφή με χαρούπια και τσουκνίδες, τουμπανιασμένα
κουφάρια στους δρόμους που μάζευαν τα κάρα των δήμων για να τα θάψουν σε
ομαδικούς τάφους, αποτελούν συχνές αναπαραστάσεις των υλικών συνθηκών
ζωής στα «αντάρτικα». Παράλληλα με τις ευθύνες που αποδίδονται
στις δυνάμεις του Άξονα για το επισιτιστικό πρόβλημα γίνονται αναφορές
και για τη λειτουργία της μαύρης αγοράς. Οι έλληνες μαυραγορίτες που
ήταν τις περισσότερες φορές και συνεργάτες των κατακτητών σκιαγραφούνται
με μελανά χρώματα: «Γερμανοί, Ιταλοί και οι άλλοι που όπως πάνε θα φαν’
δίχως άλλο και το βρωμερό τους το κεφάλι».[v]
Μια άλλη κατηγορία «αντάρτικών» καταγράφει
τις φρικαλεότητες των Γερμανών εναντίον αμάχων στις μεγάλες
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που διεξήγαγαν από το φθινόπωρο του ’43.[vi]
Μια από τις πιο γνωστές και αποτρόπαιες επιδρομές αντιποίνων των
Γερμανών, που καταγράφεται σε πολλά τραγούδια, έγινε τον Δεκέμβριο του
1943 στα Καλάβρυτα, όπου πυρπολήθηκαν 25 χωριά και τουφεκίστηκαν 696
άτομα, μαζί και όλος ο αρσενικός πληθυσμός των Καλαβρύτων. «Μα
μέσα στα Καλάβρυτα αχ πως δεν σπας καρδιά; Όλους τους άντρες σκότωσαν
και τον καλό παπά. Μικρά παιδιά εθάψανε, μεγάλα δεν εφήσαν» λέει
χαρακτηριστικά το «αντάρτικο» με τίτλο «Των Καλαβρύτων τα βουνά».[vii]
Οι τραυματικές αυτές εμπειρίες της Κατοχής που ενσωματώθηκαν στα
«αντάρτικα» αποτελούν ψηφίδες της ιστορίας κάθε τόπου και λειτουργούν
σαν μοιρολόι για τους άδικα σκοτωμένους.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και μια σειρά τραγούδια για πρωτοπαλίκαρα των ανταρτών που σκοτώθηκαν σε μάχες ή ενέδρες: «Του Νίκου Πάκου», «Του Γιώργη Τρεμπέλα», «Του Καπετάν Θύμιου» κ.ά.[viii]
Στα παραπάνω και όλα τα αντίστοιχα εξαίρεται η ανδρεία των
συγκεκριμένων αγωνιστών. Η ονομαστική μνημόνευση τους αποτελεί φόρο
τιμής που αποδίδει η ομάδα σε κάθε άτομο χωριστά. Στην ίδια λογική κινούνται και τα «αντάρτικα» που αναφέρονται στον Άρη Βελουχιώτη. Η πληθώρα τραγουδιών και ποιημάτων[ix] που μιλούν για αυτόν δείχνουν τη ξεχωριστή θέση που είχε στη συλλογική συνείδηση.
Οι μυθικές σχεδόν ιδιότητες που του αποδίδονται, π.χ. «του Άρη που
γρήγορος σαν τον αητό, σαν το γοργό αγέρι προδότες έσφαξε πολλούς με
δίκοπο μαχαίρι»[x],
καθώς και οι λαϊκοί θρύλοι που τον ήθελαν πανταχού «παρών»,
στοιχειοθετούν το μύθο ενός λαϊκού εκδικητή. Οι έπαινοι για την ανδρεία
του έτσι όπως παρατίθενται στα «αντάρτικά» συνιστούν πηγή έμπνευσης για
τους άλλους αγωνιστές.
Κλείνοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα «αντάρτικα» λειτουργούν σαν «θησαυροφυλάκιο» της συλλογικής μνήμης.
Καταγράφουν γεγονότα που τα ίδια τα δρώντα υποκείμενα θεώρησαν άξια
μνημόνευσης. Σε αυτά θα μπορούσαμε να στραφούμε για να αντλήσουμε
στοιχεία για την εποχή, άγνωστα ή αποσιωποιημένα από τις διάφορες
εκδοχές της επίσημης Ιστορίας. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το
τραγούδι «Μια βραδιά στη Νάουσα», που καταγράφει το κάψιμο των τραπεζών
στη Νάουσα από τους αντάρτες και την παραγραφή χρεών των φτωχών.[xi]
[ii] Ό.π., σ. 106.
[iii] Κ. Γαζή, Αντάρτικα Τραγούδια (Συλλογή),σ. 100.
[iv]
Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι το μοναδικό ανάμεσα σε εκείνα με κοινή
θεματολογία, που αναφέρει χρονολογίες για τα συμβάντα. Οι κατοχικές
δυνάμεις παρουσιάζονται να απαγορεύουν το 1941 τη λειτουργία των
σχολείων, να βάζουν φραγμούς στη θρησκευτική ζωή των πιστών, να
διατάζουν τη θανάτωση ζώων.
[v] «Της Μαύρης Αγοράς» στο Κ. Γαζή, Αντάρτικα Τραγούδια (Συλλογή), σ. 79.
[vi] Μ. Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η Εμπειρία της Κατοχής, ό. π., σσ. 181, 196, 198.
[vii]«Των Καλαβρύτων τα Βουνά» στο Κ. Γαζή, Αντάρτικα Τραγούδια (Συλλογή),Αθήνα χ.χ., σ. 88.
[viii] Ό. π., σσ. 60, 85, 111.
[ix] Μεγάλος αριθμός «αντάρτικων» για τον Άρη βρίσκονται συγκεντρωμένα στο Ο Άρης Κάνει Πόλεμο, ό.π.
[x] «Το Τραγούδι του Άρη» στο Ο Άρης Κάνει Πόλεμο, ό.π., σ. 21.
[xi] Κ. Γαζή, Αντάρτικα Τραγούδια (Συλλογή),σ. 51
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου