στη μνήμη της Πόλυς Πάνου
του Νίκου Γεωργόπουλου
Τα καλοκαίρια πριν την έναρξη της Πέμπτης και της Έκτης Δημοτικού, η μάνα μου για να μπορεί να με κουμαντάρει την εποχή που ήμουν κομματάκι ζωηρό και ανήσυχο παιδί όπως μολογούσαν οι γείτονες μπροστά της – γιατί πίσω της «σατανά» με ανεβάζανε, «διαβολόπαιδο» με κατεβάζανε – και, επειδή είχε κι ένα μωρό στην αγκαλιά, έναν πιο μικρό από μένα να τον σέρνει από το χέρι κι έναν άντρα ανεπρόκοπο καθώς έλεγε τον πατέρα μας, είχε παρακαλέσει έναν γείτονα καφετζή - τον κυρ Παντελή της Τασούλας - να με απασχολεί στο καφενείο που διατηρούσε στο κέντρο της πόλης.
του Νίκου Γεωργόπουλου
Τα καλοκαίρια πριν την έναρξη της Πέμπτης και της Έκτης Δημοτικού, η μάνα μου για να μπορεί να με κουμαντάρει την εποχή που ήμουν κομματάκι ζωηρό και ανήσυχο παιδί όπως μολογούσαν οι γείτονες μπροστά της – γιατί πίσω της «σατανά» με ανεβάζανε, «διαβολόπαιδο» με κατεβάζανε – και, επειδή είχε κι ένα μωρό στην αγκαλιά, έναν πιο μικρό από μένα να τον σέρνει από το χέρι κι έναν άντρα ανεπρόκοπο καθώς έλεγε τον πατέρα μας, είχε παρακαλέσει έναν γείτονα καφετζή - τον κυρ Παντελή της Τασούλας - να με απασχολεί στο καφενείο που διατηρούσε στο κέντρο της πόλης.