-->

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Μικρές Ιστορίες

στη μνήμη της Πόλυς Πάνου  

του Νίκου Γεωργόπουλου 

Τα καλοκαίρια πριν την έναρξη της Πέμπτης και της Έκτης Δημοτικού, η μάνα μου για να μπορεί να με κουμαντάρει την εποχή που ήμουν κομματάκι ζωηρό και ανήσυχο παιδί όπως  μολογούσαν οι γείτονες  μπροστά της – γιατί πίσω της «σατανά» με ανεβάζανε, «διαβολόπαιδο» με κατεβάζανε – και, επειδή είχε κι ένα μωρό στην αγκαλιά, έναν πιο μικρό από μένα να τον σέρνει από το  χέρι κι έναν άντρα ανεπρόκοπο καθώς έλεγε τον πατέρα μας, είχε παρακαλέσει έναν γείτονα καφετζή -  τον κυρ Παντελή της Τασούλας -  να με απασχολεί στο καφενείο που διατηρούσε στο κέντρο της πόλης.


Το καφενείο του κυρ Παντελή  βρισκόταν στο ισόγειο μιας πολύ γνωστής πολυκλινικής  την οποία και εξυπηρετούσε με παραγγελίες. Δεν ήτανε μεγάλο, αλλά ούτε και μικρό θα το έλεγες , γιατί  όποτε μαζεύονταν όλοι οι συνταξιούχοι και οι χασομέρηδες κι έπαιζαν κολιτσίνα και δηλωτή, ήταν σαν να φούσκωνε όπως τα μπαλόνια.  Όταν γέμιζε, εμείς δύο άτομα, ο κυρ Παντελής και η αφεντιά μου, και η κυρά Τασούλα που μας βοηθούσε καμιά φορά,  δεν τους προλαβαίναμε. Τα απογεύματα δε, που δεν πήγαινα εγώ, αν περνούσες τυχαία απ’ έξω, δεν μπορούσες να δεις από το ντουμάνι το βάθος του μαγαζιού·  άσε που μπορεί να σε πετύχαινε καμία χριστοπαναγία ξώφαλτσα! 

Αυτά μόνο το απόγευμα  οπότε κρατούσε το μαγαζί ο μικρός αδελφός του κυρ Παντελή, ο Δημοσθένης – για πολλά χρόνια τελειόφοιτος της Νομικής  – και δεν μπορούσε να επιβληθεί στους ρεμπεσκέδες που μαζεύονταν για χαρτί, καθώς ήταν και ο ίδιος  χαρτόμουτρο περιωπής . Γιατί το πρωί ο κυρ Παντελής,  που ήταν άνθρωπος της ηθικής και της εκκλησίας,  δεν επέτρεπε βλαστήμιες και βρωμοκουβέντες από τους άλλους ,αλλά άμα είχε στραβοξυπνήσει έσουρνε κάτι πυργιώτικες  βρισιές,  που ανάθεμα κι αν καταλάβαινα τι έλεγε.


Μια φορά μονάχα ξεστόμισε μέσα από τα δόντια του καθαρή βρισιά  για έναν πελάτη που έβριζε κάποιους κομμουνιστές σαν διάβασε κάτι στην  «Ακρόπολη» – την ήξερα καλά την  «Ακρόπολη» καθώς ήταν η εφημερίδα που διάβαζε ο πατέρας μου, κι  από εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα, και ήξερα γραφή κι  ανάγνωση ήδη πριν πάω στο σχολείο -  και είπε  κάτι σαν «βρωμόμπατσε φασιστόμουτρο,  γαμώ την κλήρα σου» και αμέσως δαγκώθηκε όταν είδε ότι είμαι δίπλα του και τον ακούω.


Εγώ πάλι τα έπαιρνα τα γράμματα, αλλά και τις δουλειές τις άρπαζα στο πίτσι φιτίλι που λένε ,γιατί ως πρωτότοκος είχα την ιερή αποστολή να τσοντάρω  οικονομικά στη φτώχεια μας, και από νωρίς είχα μάθει να  φτιάχνω καφέδες και μεζέδες για ούζα και μπίρες,  αλλά η βασική μου προσφορά στο μαγαζί  παρέμεινε μέχρι το τέλος το σκούπισμα, το καθάρισμα, το γέμισμα των ψυγείων  και να πηγαίνω τις παραγγελίες στα κοντινά μαγαζιά και στην πολυκλινική.


Φυσικά, αυτό το τελευταίο μου άρεσε πιο πολύ γιατί είχε καλό χαρτζιλίκι και γνώριζα συνέχεια καινούργιο κόσμο! Πάντα ήμουν δίπλα στο τηλέφωνο για να πάρω την παραγγελία και να βγω έξω,  και έλαμπε το πρόσωπό μου όταν με καλούσε η Ματίνα, η νοσοκόμα του γιατρού Βασιλειάδη στον τρίτο, γιατί ήταν νέα και όμορφη και μαζί με το δίφραγκο πουρμπουάρ, άλλες φορές μου χάιδευε τα μαλλιά, άλλες μου τσιμπούσε το μάγουλο αλαφρά, και μια φορά στη γιορτή της μου έδωσε και ένα πεταχτό φιλί, και εγώ έκανα να νιφτώ μια βδομάδα.


Ο κυρ Παντελής από την άλλη  μ’ αγαπούσε σαν παιδί του, αφού ο ίδιος δεν είχε δικά του παιδιά  – η Μάρω η ψιλικατζού είχε πει ότι η Τασούλα ήταν στέρφα, και την είχανε πάει πολλές φορές στη γριά την Κοτέτσαινα να την ξορκίσει, αλλά εγώ είχα ακούσει κρυφά τον κυρ Παντελή να λέει στον Μήτσο τον μαραγκό, που του ‘χε εμπιστοσύνη,  για το παλιό τραύμα  στο εργοστάσιο του Βέτσου που του στέρησε τη χαρά να γίνει πατέρας – στη δουλειά όμως δεν μου χαριζότανε και δεν μου έδινε πολύ θάρρος.


Όταν μ’ έβλεπε να χασομερώ  και να χαζεύω καμιά παρτίδα τάβλι – τα χαρτιά δεν μου  άρεσαν γιατί που και που μέναμε χωρίς ρεύμα στο σπίτι  και παραλίγο και χωρίς  φαγητό αν δεν ήταν η γιαγιά η Ευτέρπη να μας φέρνει φαϊ, αφού ο πατέρας μου είχε πάθος και  έβαζε το μεροκάματο στην τσόχα  -  είχε σαν τιμωρία να με βάζει να πλένω ποτήρια και πάντα κάτι να τους βρίσκει για  να τα ξαναπλένω, μέχρι να γίνουν καθρέφτης και να βλέπω το πρόσωπό μου, καθώς έλεγε. Όταν ήθελε να με επιβραβεύσει, όμως, κατέβαζε από το σφαλισμένο με λουκέτο ντουλάπι το σακούλι με την ακριβή σοκολάτα που του έφερναν κάτι ναυτικοί από τα κοντραμπάντα  – «ελβετική» μού ψιθύριζε συνωμοτικά,  σε αντίθεση με αυτήν που δίναμε στους πελάτες -  και μου έφτιαχνε με τα χεράκια  του μια ζεστή σοκολάτα που ακόμα και σήμερα τέτοια γεύση και μυρωδιά δεν έχω ξαναβρεί. Εμένα πάλι μου άρεσε και ένα γλυκό του κουταλιού, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το λένε του κουταλιού αφού ήταν σε βάζο, το οποίο στα μουλωχτά το είχα μεσιάσει πολλές φορές  και πάντα αναρωτιόταν  ο κυρ Παντελής για τις μερίδες που βάζω.


Καθώς φέρνω την εικόνα και τις μυρωδιές στο μυαλό μου – ναι, οι μυρωδιές  του καφέ, της σοκολάτας, της βανίλιας  και της κλινικής είναι ανεξίτηλες  – θυμάμαι σαν σε όνειρο, να πηγαίνω  στην πολυκλινική,  με γεμάτο τον κρεμαστό μου δίσκο με νερά, καφέδες, πορτοκαλάδες και υποβρύχια, και να περιμένω το ασανσέρ για να πάω τις παραγγελίες στους ορόφους.  Δίπλα μου ένας άντρας, θυμάμαι, που μου έκανε εντύπωση το σουλούπι του, να παίζει ένα κίτρινο  κομπολόι , τεράστιο σε σχέση με αυτό του πατέρα μου,  και να με μετράει  με τη ματιά του από πάνω ως κάτω, αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο, επειδή δεν ήμουν και  πρώτο μπόι, η ματιά του δεν έκανε και μεγάλο δρόμο!


Δεν θυμάμαι τα  χαρακτηριστικά  του προσώπου του καλά,  εκτός από ένα καλοδουλεμένο μουστακάκι σαν μαύρη γραμμή που ακολουθούσε την άκρη των απάνω χειλιών – σαν τον Ζορό ένα πράμα -  κι αυτό πάλι γιατί τέτοιο είχε ο μικρός  αδελφός της μάνας μου. Όμως θυμάμαι ότι στραβοφορούσε το καπέλο  – αργότερα έμαθα ότι το έλεγαν «καβουράκι» αλλά εγώ δαγκάνες δεν είδα, και από καβούρια είχα ήδη μεγάλη εμπειρία γιατί είχα μάθει να τα πιάνω από μικρός με γυμνά χέρια στα βράχια πίσω από το παλιό καρνάγιο – και φορούσε επίσης  ένα σκούρο κουστούμι με γιλέκο και άσπρο κατάλευκο πουκάμισο, ανοιχτό αρκετά κουμπιά στο στήθος. Σίγουρα θυμάμαι καλά και τα παπούτσια του. Καλογυαλισμένα, μαύρα αστραφτερά και μυτερά στη μούρη – «στο παπούτσι φαίνεται ο άντρας ο σωστός», λέγανε, σε αντίθεση με την μάνα μου που έλεγε «στο φέρσιμο».


Έμοιαζε στο ντύσιμο με τον  παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου , και τον κοίταξα με λίγο φόβο και δέος, γιατί ο παππούς μου, που ήταν πλανόδιος ψαράς και γνωστός με το παρατσούκλι  Φαλτσέτας , επειδή  μέσα από το σακάκι του στην αριστερή πλευρά  είχε και μια φαλτσέτα – για τη δουλειά καθώς έλεγε – αλλά δεν έχανε ευκαιρία να την επιδεικνύει  απειλητικά και να φοβερίζει. Είχε κουσούρια ο παππούς πολλά, αλλά τα πήρε μαζί του κι αυτός,  με τις κατάρες της μάνας μου. Κάποια στιγμή την είχα ακούσει να λέει για τη μάνα του πατέρα μου, τη γιαγιά μου που δεν γνώρισα  και πρώτη γυναίκα του παππού – γιατί αυτός είχε ξαναπαντρευτεί και είχε κάνει και άλλα πολλά παιδιά με μια άλλη γιαγιά που την έλεγαν μητριά – ότι πέθανε στην Κατοχή όχι από τους Γερμανούς καθώς λένε, αλλά από την πείνα, την αρρώστια και το ξύλο που έτρωγε από τον παλιόγερο! Μωρομάνα στον πατέρα μου, την έδερνε και την άφηνε νηστική. Ήταν τέτοιος παλιάνθρωπος, συμπλήρωνε η μάνα μου, που στην Κατοχή κυνηγούσε να σκοτώσει τον μικρό του αδελφό που είχε πάει με τους αντάρτες!  «Φτου,  κακόχρονο να’χει»  τελείωνε τις φράσεις της πάντα για τον παππού!


Στην αναμονή λοιπόν για το ασανσέρ από το μονότονο δρομολόγιό του  σε όλους τους ορόφους της πολυκλινικής, θυμάμαι να ακούγεται από το ραδιοφωνάκι του κυρ Νώντα  του θυρωρού  να παίζει ένα λαϊκό τραγούδι, με μια γυναικεία φωνή σαν αυτά που άκουγε ο πατέρας μου στο σπίτι: «Μες την πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για σένανε, γιατί να σ’ αγαπήσω…».


Ξάφνου ο άντρας με το καβουράκι κάνει μια κίνηση με τα χέρια ανοιχτά σαν να θέλει να πετάξει, κοιτώντας ψηλά στο ταβάνι  τραβάει ένα μακρόσυρτο «αμααάν αμάν», μετά γυρίζει ολόκληρος προς το μέρος μου  και με ρωτά:


«Ρε μαγκίτη; Tην ξέρεις αυτή που κελαηδάει;»


Μούγκα εγώ… σαστισμένος και κομματάκι φοβισμένος, κάνω μισό βήμα πίσω.


Μου σκουντά τον ώμο και με ξαναρωτά πιο έντονα: « Ρε πιτσιρίκο, σένα ρωτάω  ρε… την γνωρίζεις αυτή που το λέει;»


Ούτε τώρα μιλώ, αλλά κουνώ το κεφάλι μου πέρα δώθε και του γνέφω αρνητικά.


«Τι λες, ρε σπόρε;» κάνει και σκοτεινιάζει.  «Υπάρχει άνθρωπος που δεν γνωρίζει την Πόλυ;» συνεχίζει, και κάνει μια αργή κίνηση με το δεξί  του χέρι στην αριστερή εσωτερική τσέπη του σακακιού σαν κάτι να ήθελε να τραβήξει!


Χέστηκα  από το φόβο μου – μετά συγχωρήσεως – που λέει και η θειά μου η Χαρίκλεια! Η φαλτσέτα, σκέφτομαι, και την ίδια στιγμή δίνω μια ανάμεσα σε ζευγάρια πόδια που έρχονταν κατά πάνω μου, και  χάνομαι με το δίσκο, που τον είχα κάνει ήδη ιπτάμενο, στο εσωτερικό του ασανσέρ που μόλις είχε φθάσει, μισοχύνοντας καφέδες, νερά και αναποδογυρίζοντας πορτοκαλάδες.


Για κακή μου τύχη όμως, καθώς έχω μπει  πρώτος και έχω κουρνιάσει στη μια γωνιά του ασανσέρ χωρίς καν να πατήσω το κουμπί του ορόφου από την τρομάρα μου, ο άντρας με το καβουράκι είναι ο μόνος που μπαίνει στο ασανσέρ μαζί μου. Τα πόδια μου τρέμουν και νιώθω το αίμα να καίει στα μάγουλά μου όταν με τη ματιά ψάχνω να βρω την φαλτσέτα στο χέρι του. Η πόρτα κλείνει, το ασανσέρ ξεκινάει κι εγώ, εγκλωβισμένος στη γωνία μου, να μην τολμώ να τον κοιτάξω στα μάτια.


«Κοιτά δω , ρε σπόρε» ακούω την φωνή του κοφτή και  απειλητική να με χτυπάει στα αυτιά. Αργά  αργά σηκώνω τα μάτια προς τη φωνή και βλέπω μπρος στο πρόσωπό μου το χέρι του να κρατά μια φωτογραφία! Μια γυναικεία φωτογραφία σαν αυτές που είχαν τα κρεμασμένα περιοδικά στα περίπτερα. Με μια γρήγορη ματιά ψάχνω να βρω το άλλο χέρι μήπως κρατά τη φαλτσέτα και, εφησυχασμένος,  ξανακοιτώ τη φωτογραφία με την όμορφη γυναίκα.


«Αυτή είναι, ρε σπόρε, το αηδόνι  που τραγουδάει! Η Πόλυ η Πάνου, η καλύτερη…. Κοίτα την καλά για να μην την ξεχάσεις ποτέ, και κράτα τη φωνή  της σα φυλαχτό! Με ακούς ρε; Σα φυλαχτό!» Την ίδια στιγμή τραβά τη φωτογραφία προς τη μεριά του, την κοιτά και τη φιλά σαν εικόνισμα, πριν τη βάλει  στην θέση της φαλτσέτας, προσεκτικά για να μην την τσαλακώσει.


Το ασανσέρ μόλις έχει φτάσει στον τέταρτο, στην ουρολογική κλινική του Σωτηρίου, εγώ ακίνητος στη  γωνία  μου, και ο άντρας με το κίτρινο κομπολόι και το καβουράκι να εξαφανίζεται πίσω από τον κόσμο που μπήκε.


Αυτή την παραγγελία δεν την πήγα ποτέ. Γύρισα στον κυρ Παντελή και του είπα ότι γλίστρησα και μου χύθηκαν όλα. Τη γλίτωσα με μια μικρή κατσάδα. Από τον κυρ Νώντα τον θυρωρό  έμαθα αργότερα ότι  τον μάγκα αυτόν τον ήξερε από παλιά, μάλλον τον λέγανε Φώτη ή Φωτάκια στην πιάτσα και ο ίδιος είχε αφήσει να διαρρεύσει ότι η Πόλυ Πάνου είναι αδελφή του  – σιγά τώρα, μασάμε εμείς -  και ότι στην κλινική είχε ξανάρθει γιατί είχε έναν φίλο του σιναφιού του που  νοσηλευόταν.


Στον κυρ Παντελή δεν είπα τίποτε, αλλά το μεσημέρι που πήγα σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου για την Πόλυ Πάνου και τα τραγούδια της. Εκείνος  έκπληκτος για την όψιμη μουσική μου παιδεία, προσπάθησε να πιάσει στο ραδιοφωνάκι  σταθμό που έπαιζε συνέχεια τραγούδια της Πόλυ Πάνου και κάποιου Ζαμπέτα… Τον άντρα με το καβουράκι μού φάνηκε  ότι τον ξανάδα κάποια φορά όταν γυρνούσα από το φροντιστήριο, να κόβει κάτω προς το μονοπάτι, που έβγαζε στις τσίγκινες παράγκες , τις μπαρμπουτιέρες με το όνομα,  όπου έπαιζαν κόκαλα οι μάγκες   – έτσι λέγανε αυτοί τα μεγάλα ζάρια -  και μιλούσαν μια γλώσσα παράξενη με κάτι «γεια χαραντάν, μερακλαντάν»  και άλλα ακαταλαβίστικα.


Όταν μεγάλωσα αρκετά έμαθα ότι ο ίδιος ο Χατζηδάκις είχε γράψει «Τα παιδιά του Πειραιά» για την Πόλυ Πάνου. Αυτή το πρωτοτραγούδησε πριν από τη Μελίνα. Ήταν μια εποχή που οι συνθέτες έγραφαν τραγούδια ειδικά για τις φωνές των ερμηνευτών…


Η φαλτσέτα πάντως και σήμερα με φοβίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου