Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του ηθοποιού και ποιητή Γιώργου Ζιόβα. Η διαλεκτική της συμφιλίωσης και του πολέμου, το αντικείμενό της. Συμφιλίωσης και πολέμου, με τον εαυτό (του) μας, με την Κοινωνία, με τη Φύση, με την Τέχνη. «Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου»,είναι ο τίτλος της. Ένας ποταμός στίχων και ποιημάτων· άλλα συνοπτικά, άλλα μεγαλύτερα, γεμάτα οργή, άλλοτε απόγνωση· ρωμαλέα, καταγγελτικά, αλλά και με ευαισθησία, με τρυφερότητα.
Εντυπωσιάζει το εύρος της θεματολογίας, μιας θεματολογίας βιωμένης όπως είναι προφανές στον αναγνώστη. Μπορεί να μιλάει με «τους ζηλωτές που σκέφτονται, τους συνωμότες που αγαπάνε», μπορεί να υπόσχεται έντεχνα «να γίνει φόβος η ειρωνεία στο βλέμμα των εχθρών μας», όμως, «κηρύσσοντας συμφιλίωση και πόλεμο», ακολουθεί τη διαλεκτική αυτή σ’ όλα τα μονοπάτια της ευρύτατης γκάμας της ποίησής του.
Τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, του αγώνα με κάθε έννοια, γεφυρώνονται με το σήμερα, με τα αδιέξοδα και τις ελπίδες του. Η ευαισθησία, κραυγάζει σιωπηλά διαμέσου των γραμμών των στίχων. Ποιο φορτίο να κουβαλά η ψυχή του; Η ποιητική συλλογή ξεκινάει με το ποίημα Ποτάμι στη βροχή.
Ακολουθούν πέντε ενότητες ποιημάτων: Η πρώτη, με τον τίτλο «Οι μέρες που δεν περίμενα», αποτελεί τρόπον τινά το «τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου» με τον εαυτό του/μας. Η δεύτερη, με τίτλο: «Η Γη της Επαγγελίας», αντιστοιχεί στη συμφιλίωση και τον πόλεμο με την κοινωνία. Η τρίτη ενότητα ποιημάτων, «Παλμοί», μιλάει για τη συμφιλίωση και τον πόλεμο με τη Φύση. «Ο Χορός του Πρωτέα» που ακολουθεί, αναφέρεται στην Τέχνη και τους ανθρώπους της.
Τέλος, η ενότητα που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, «Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου», χωρίζεται σε δύο υποενότητες με πολύ δυνατά ποιήματα. Το εξαιρετικό εξώφυλλο και η σελιδοποίηση, οφείλεται στον Κώστα Ελευθερίου. Μια μικρή, μοιραία όμως μη αντιπροσωπευτική, γεύση από τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Ζιόβα, μπορείτε να πάρετε με το ποίημα που αναρτούμε παρακάτω:
Ποτάμι στη βροχή
Στον Θανάση Μαρκόπουλο
Να χάνεσαι στα χαρτιά
όλο να βγάζεις και να βγάζεις
μικρά διαμάντια απ’ αυτά τα ορυχεία του ψεύδους
να περπατούν στις όχθες
των στίχων σου άνθρωποι ταπεινοί
να σε καλησπερίζουν
κορίτσια με λινά φορέματα να σε κρυφο-
κοιτάζουν κι όλα τα σπουργίτια
της μνήμης να κουρνιάζουν στο μυαλό σου
την ώρα που όλο βρέχει βρέχει σιγανά κι ο κάμπος
κρύβει μες στην ομίχλη του αυτούς που έφυγαν
αυτά που θα ‘ρθουν
κι ο ποταμός δε φαίνεται
όμως κυλάει πάντα
ο μέγας Αλιάκμων