-->

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ΤΕΚ: Το πολιτικό τραγούδι σήμερα


Κείμενο συμβολής της Τέχνης Εν Κινήσει για τη συζήτηση «Το πολιτικό και κοινωνικό τραγούδι σε όλο τον κόσμο» στο πλαίσιο του φεστιβάλ της ΝΚΑ "ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ 2011".

Το πολιτικό τραγούδι και η πολιτική τέχνη γενικότερα είναι δύσκολη ιστορία να την πεις και να την περιγράψεις. Δεν έχει το ίδιο νόημα σε κάθε περίοδο, δεν επικρέμονται οι ίδιες ελπίδες πάνω της, δεν είναι πάντα συνειδητή η παραγωγή της και δεν είναι πάντα σε αρμονία οι λειτουργίες της ως καθρέφτη (αντανάκλαση του υλικού της πραγματικής ζωής) και ως σφυρί (σμιλευτής, έστω και με τρόπο αισθητικό, ενός υλικού πρωτοπόρου, μίας γεύσης από ένα απελευθερωμένο μέλλον που που προτείνεται ως αιτούμενο στη βάση μιας περισσότερο ή λιγότερο περιγεγραμμένης πολιτικής και ταξικής θέσης του παραγωγού). Δεν είναι όμως από την άλλη αρκετή ούτε μια ανάλυση με τους συνήθεις πολιτικούς όρους για να φωτιστούν αυτές οι λειτουργίες της, ή μάλλον πρόκειται για ένα από τα πιο δύσκολα πολιτικά ζητήματα το οποίο δεν τυγχάνει στις μέρες μας ενδελεχούς επεξεργασίας από τις εργαζόμενες τάξεις και τους διανοουμένους της. Αυτό δεν είναι παράλογο. Τα τρέχοντα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, είναι πολλά και απαιτητικά.

Είναι μάλλον κοινότoπο να πει κανείς ότι, εν γένει, αφενός οι κοινωνικές κινήσεις, ξυπνήματα και αδράνειες, ριζοσπαστικοποιήσεις και συντηρητικοποιήσεις, αντανακλώνται στην τέχνη, αλλά αφετέρου και η τέχνη επιδρά και αυτή πάνω σε αυτές τις διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, και πιο πολύ στο σήμερα μια τέτοια σχέση έχει μάλλον πληγωθεί πολύ βαριά από την επέλαση της μετανεωτερικότητας στο πεδίο της συνείδησης, ταιριαστού φιλοσοφικού εποικοδομήματος της καπιταλιστικής και μάλιστα νεοφιλελεύθερης υλικής βάσης στην παραγωγή. Δεν πιάνουμε καν εδώ τη δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης της μορφής της τέχνης (άλλωστε αυτό θα σήμαινε επανάσταση στην τέχνη). Αλλά σημειώνουμε την υποχώρηση από τα απελευθερωτικά προτάγματα, του περιεχομένου της.
Ας γυρίσουμε δέκα χρόνια πριν και ας μη φύγουμε πιο μακρυά από την Ελλάδα (μάλλον την Αθήνα). Από το 2001 και μετά. Οι δειλές απόπειρες εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης της καλλιτεχνικής παραγωγής και απεύθυνσης είναι ιστορικό αδερφάκι της αναζωπύρωσης των κοινωνικών κινημάτων, των κυρίως γύρω από τα δικαιώματα, το περιβάλλον, το οικολογικό, το γυναικείο ζήτημα, χωρίς να υποτιμούνται τα παραδοσιακά ρινγκ της ταξικής πάλης που είναι κυρίως η εργασία, αλλά και ο ιμπεριαλισμός, ο πόλεμος, ο ρατσισμός, τα αιμοσταγή κέρδη των μονοπωλίων κλπ.
Η κωδική ονομασία «κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση» είναι ο παρονομαστής των παραπάνω. Μια νέα σειρά από συλλογικότητες αρχίζουν και διεκδικούν το ζωτικό τους χώρο. Ενώ μέχρι τότε, και σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, η πολιτική ιστορία της Ελλάδας είναι μια ιστορία, οργανώσεων, κομμάτων, συνδικαλιστικών σχημάτων και γενικά υποκειμένων, τα οποία διαμεσολαβούν τα πολιτικά αιτήματα, εκφράζουν τις αγωνίες και τα συμφέροντα των καταπιεσμένων τάξεων, πρώτη φορά έχουμε στην Ελλάδα «δίκτυα» που όχι μόνο επεξεργάζονται προβλήματα και ιδέες, αλλά και προβαίνουν σε δράσεις που ανιχνεύουν απελευθερωτικά μονοπάτια, πολλές φορές πολύ δυναμικά και αποφασιστικά, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη, όμως, να λογοδοτήσουν σε κάποιο πολιτικό σχέδιο, χωρίς να θέλουν απαραίτητα να αλλάξουν τον κόσμο.
Τα εν λόγω κινήματα και συλλογικότητες, στο βαθμό που δεν κατάφεραν να συνδεθούν με τα ταξικά κινήματα και τις υποκειμενοποιήσεις τους, διατήρησαν μια στάση επιφυλακτική αν όχι εχθρική απέναντι σε κάθε ταξική αναφορά.
Αναπτύχθηκαν, μέσα στις άλλες, καλλιτεχνικές και συγκεκριμένα μουσικές συλλογικότητες. Τέτοιοι προβληματισμοί αναπτύσσονται και μέσα στις μικρότερες μονάδες παραγωγής της τέχνης που είναι τα μουσικά σχήματα· τα ιδιότυπα αλλά ολοζώντανα κύτταρα, αυτά, συλλογικότητας. Οι μουσικοί και οι μπάντες έρχονται κοντά λόγω των κοινών τους αδιεξόδων, έστω και αν αυτό γίνεται με μια διαδρομή υπόγεια και θολή, έστω και αν ως συγκολλητική τους ουσία δηλώνεται μια αυθαίρετη αισθητική συμφωνία· ένα υποκατάστατο απάντησης στην βιωμένη πλέον (για την περίοδο που συζητάμε) επίθεση στο «κοινωνικό» από το σύστημα, στην αλλοτρίωση και στην αδυναμία απεύθυνσης, στην δυσκολία του βιοπορισμού. Ένα μεγάλο κομμάτι των καλλιτεχνών ενδίδει σε αυτή τη λογική που μαστίζεται συχνά από το επιφανειακό, το κούφιο και το μεταμοντέρνο.
Φωνές, στιχάκια, και συνθήματα με αριστερόστροφη διάθεση μένουν, πολλές φορές, ακριβώς αυτό, συνθήματα· χωρίς να καταφέρνουν να δουν ούτε καν τις αντιφάσεις τους. Πώς όμως παρουσιάζονται αυτοί οι πυρήνες για τους οποίους συζητάμε; Τα ονόματα τους είναι μπάντες, παρέες, κλίκες, labels, μη κερδοσκοπικές εταιρείες, «εναλλακτικές» εταιρείες παραγωγής, «ανεξάρτητες» εταιρείες παραγωγής, και ίσως κάποιος θα μπορούσε να συμπεριλάβει και τις κανονικές -κανονικότατες κερδοσκοπικές εταιρείες που ήταν αρκετά έξυπνες να αγκαλιάσουν νωρίς το νέο αυτό πεδίο κέρδους που είδαν να γεννιέται μπροστά τους.
Τα labels αυτά, η underground σκηνή, οι εναλλακτικοί χώροι, με δεδομένη την ασύμβατη πορεία τους ως προς κάθε συνολικό «πολιτικό σχέδιο» απέτυχαν να αναδείξουν ή αποφάσισαν να υποβαθμίσουν την πεντακάθαρα ταξική βάση ύπαρξής τους, απέκρυψαν αυτό το χαρακτηριστικό από τους δεσμούς των μουσικών μεταξύ τους και με το κοινό, ενώ μάλιστα διεκδικούν και προτείνουν σε αυτό μια νέα ταυτότητα κοινωνίας μυημένων, αναπτύσσοντας ένα εσωτερικό αξιολογικό σύστημα βάσει αυθαίρετων περγαμηνών αισθητικής πρωτοπορίας, βαθαίνοντας αρκετά, είναι η αλήθεια, σε νέες μορφές και δημιουργώντας σημαντικά έργα, μεταπλάθοντας την κοινωνική εμπειρία πιο ανάγλυφα (και πιο έντεχνα, πιο τεχνικά) από ότι σε προηγούμενες δεκαετίες, και μάλιστα με λιγότερες ενοχές από πριν. Όμως είναι αλήθεια ότι οι συστολές αυτές αποσύρθηκαν πάνω σε μία λογική απομάκρυνσης από ένα τραγούδι (έστω και ασυνείδητα) πολιτικό και όχι σε μια διαδρομή επαναθεμελίωσής του. Κάποιες περιπτώσεις υπερπολιτικού, υπερεπαναστατικού, ατσάλινου και ρωμαλέου στίχου δεν έρχονται να αντιπαρατεθούν με την προηγούμενη διαπίστωση αλλά να αναδείξουν μια άλλη, αθώα όμως στην πράξη και γραφική, πλευρά της.
Έτσι, ενώ το δομικό υλικό του τραγουδιού των μπαντών και καλλιτεχνών της πόλης μας κατά την προηγούμενη δεκαετία, μπορεί να ήταν η επιδεινούμενη κοινωνική εμπειρία, εντούτοις το ιδεολογικό και αξιακό οπλοστάσιό μας δεν υπερέβη (με φωτεινές είναι η αλήθεια εξαιρέσεις) το δικαιωματικό· ένα πλαίσιο φιλελεύθερο δηλαδή και δοσμένο ήδη για λίγους αιώνες τώρα. Η πάλη του τίμιου με τον άτιμου, του ικανού με τον ανίκανο, του προκομμένου με τον ανεπρόκοπο, της αξιοκρατίας και της αναξιοκρατίας, του φιλελεύθερου με τον αυταρχικό, του φιλειρηνικού με τον πολεμοχαρή είναι τα δίπολα που καθορίζουν ακόμα τα τραγούδια μας. Ένα πιο προσεχτικό μάτι θα έβρισκε ακόμα και κάποια μπάσταρδά τους όπως ο ρατσισμός του καπάτσου προς το χαϊβάνι, ο σεξισμός, η ομοφοβία και η λοιδορία προς τον αδύναμο πολιτισμικά καθυστερημένο βιοπαλαιστή, να βολοδέρνουν μέσα στα στιχάκια μας.
Οι βασικοί άξονες της στιχουργικής δεν κάνουν γενικά το άλμα, και μένουν σε μια προσωπικού τύπου αφήγηση υποκλινόμενοι βασικά στην πιο ωμή μορφή της μετανεωτερικότητας. Εδώ ριζώνει βαθιά το ζιζάνιο της ματαιοδοξίας.
Αντί για να έρχονται κοντά λοιπόν στην ουσία οι καλλιτέχνες, χαράσσουν ακόμα πάμπολλες διαχωριστικές (δύσκολο να τις παρακολουθήσεις με συνέπεια είναι η αλήθεια) που μοιάζουν με παλιό καλό γκέτο. Οι γνώριμοι ανταγωνισμοί των μουσικών ανέπνευσαν το βρώμικο αέρα του νεοφιλελευθερισμού, εξαγνίστηκαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό από ντροπές και κρυπτο-κοινωνικές ευαισθησίες, και αμέσως μετά, το νόμιμο έγινε και ηθικό και στα λημέρια της τέχνης μας.
Η υλική βάση αυτού του κακοφορμισμού είναι ορισμένη και φαίνεται πιο καθαρά τα τελευταία χρόνια. Ο κόσμος φτωχαίνει σταδιακά, το κοινό που πληρώνει περιορίζεται, και οι αισθητικές πρωτοπορίες καλούνται να τον διοχετεύσουν στα συγκεκριμένα ρυάκια για την εκμετάλλευσή τους ως πελάτες. Ο ανταγωνισμός δεν χωράει πια τακτ.
Αυτά για την τελευταία δεκαετία. Να μη νομίσει κανείς ότι μια ενδελεχής ανθολόγηση του περιεχομένου των τραγουδιών μας δεν θα βγάλει και λαμπρά αντιπαραδείγματα, δεν θα βγάλει και γνήσιο κοινωνικό τραγούδι. Αν βάλουμε κάτω όμως όλα όσα ξέρουμε η εικόνα είναι αυτή που περιγράφηκε.
Η υλική βάση της καλλιτεχνικής αυτής κρίσης που παρουσιάσαμε, εντείνεται περισσότερο με την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης των τελευταίων τριών ετών, και δημιουργεί τα πρώτα της αποκρυσταλλώματα σε πολιτική βάση, μόνο στα πολύ τελευταία χρόνια.
Η κρίση, και η ανεργία των νέων καλλιτεχνών αρχίζουν να ζυμώνουν ένα μικρό κομμάτι πάνω στην ανεπάρκεια της ατομικής και επιφανειακής αφήγησης, την κάνουν να ψάχνει για πιο τεκμηριωμένες και μεστές απαντήσεις, έρχεται αναγκαστικά πια στους αγώνες και εκεί δεν κουβαλάει πια μόνο το κουφάρι της άντε και την ξέγνοιαστη αισιοδοξία της, αλλά και την γνήσια αγωνία της.
Δημιουργούνται κοινότητες/συλλογικότητες που ενδιαφέρονται όχι μόνο να δώσουν την μάχη για να βρουν απεύθυνση και να εργαστούν με αξιοπρέπεια, χωρίς εκπτώσεις καλλιτεχνικές και αισθητικές στο υλικό τους όπως παλιότερα (μέσα στη δεκαετία που μας πέρασε), αλλά και να δώσουν τη μάχη στο πλάι των άλλων κομματιών που αγωνίζονται. Όπως κι αν αντιλαμβάνεται κανείς τη συμμετοχή του σε αυτούς τους αγώνες (σαν διανοούμενος που «τα λέει», σαν ταξικός αδερφός με κοινό συμφέρον), μπαίνει στους αγώνες: ΑRΤ RESISTANCE, Καλλιτέχνες Ενάντια Στο Μνημόνιο, Manifesto, Τσιριτσάντσουλες (στο θέατρο), Τέχνη Εν Κινήσει, (ακόμα και μικρές ιντερνετικές και εφήμερες ενώσεις καλλιτεχνών με αφορμή τα γεγονότα του Δεκέμβρη 2008 στην Αθήνα) κλπ κλπ.
Η πλάστιγγα γέρνει τις περισσότερες φορές προς έναν καλλιτέχνη-παραγωγό ιδεών που εκτελεί χρέη ιεροκήρυκα στις αγωνιζόμενες μάζες. Θεωρείται τις πιο πολλές φορές ότι το καθήκον του είναι να φωνάζει τις ιδέες του μέσα από τα έργα του και να δημιουργεί γεγονότα συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε και εμβρυακά τις πρώτες απόπειρες για την δράση των καλλιτεχνών στη βάση της κοινής ταξικής τους θέσης με τους άλλους εργαζόμενους, Έλληνες και ξένους.
Τα πρώτα τραγούδια της κρίσης εμφανίζονται, το σθένος και η επιλογή στρατοπέδου μαζί με την καλλιτεχνική τους αρτιότητα τους αρχίζει σε μοριακό επίπεδο να συγκλίνει σε κάτι αξιοπρόσεχτο.
Θα περιοριστούμε σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το παράδειγμα της Υπατίας. Οι 300 μετανάστες εργάτες με την ηρωική απεργία πείνας τους κινητοποίησαν τους καλλιτέχνες. Στον αγώνα μπήκαν μεμονωμένοι λαοπρόβλητοι καλλιτέχνες στο πλαίσιο της συναυλίας που έγινε «για να μαζέψει κόσμο», των συνεντεύξεων τύπου, και άλλων επίσημων δηλώσεών τους που εκσφενδονίζονται στο ίντερνετ, και παίρνουν θέση υπέρ των μεταναστών σε μια βάση λιγότερο αστικοουμανιστική απ' όσο θα περίμενε κανείς. Στο πλευρό των μεταναστών όμως βρέθηκαν και πολλοί λιγότερο γνωστοί εργαζόμενοι καλλιτέχνες. Από τον άσπρο πίνακα στον τοίχο της Υπατίας, όπου καλλιτέχνες δήλωναν την συμπαράστασή τους, μέχρι την οικονομική ενίσχυση, και βάρδιες στα νοσοκομεία, από ένα μικρό αλλά αποφασισμένο κομμάτι καλλιτεχνών, μέχρι το τραγούδι των Υπεραστικών «Νερό και Αλάτι» που αναρτάται δωρεάν και γίνεται πασίγνωστο σε ώρες, έχουμε σε πρώτο και αρχικό στάδιο ένα δυισμό στην δραστηριότητα των καλλιτεχνών σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα.
Μια που ανοίγει δρόμους με τη φωτεινή δάδα της στους καταπιεσμένους, και μια άλλη που ανιχνεύει να ξανασυνδεθεί με αυτούς, όχι γιατί έβγαλε το πόρισμα στο εργαστήριό της, αλλά γιατί τώρα, παρά ποτέ είναι φανερό ότι είναι τέτοια η ταξική της θέση. Ψάχνει να βρει τα περιεχόμενα που θα την αναζωογονούν, ψάχνει να βρει, να φωτίσει και να φωτιστεί από την κοινωνική εμπειρία, γιατί κάηκε πια το καύσιμο της αυτο-αναφοράς και των εξωκοινωνικών αυτοθεσμίσεων και όμως η τέχνη δεν έκανε το μαγικό ταξίδι της, δεν υψώθηκε σε ύψη θεόρατα μέσω αυτού του αυτοαναφορικού δρόμου, και η ντουντούκα της υπερταξικής ατομικότητας που κουβαλούσε ο καλλιτέχνης δεν ακούγεται δυνατά και καθαρά πια! Ακόμα και η κυρίαρχη τέχνη ευρείας κατανάλωσης των καναλιών και της μεγάλης φιέστας δεν μπορεί πλέον να κλείνει τα μάτια. Τηλεοπτικές σειρές του συρμού και σκυλάδικα της συμφοράς διαπερνώνται από την διαδικασία της έντονης φτωχοποίησης της εργατικής τάξης ενώ η επίδραση της κρίσης και σε άλλες πτυχές της ζωής (οικολογικό ζήτημα, γυναικείο, ρατσισμός) φωνάζει και με δυσκολία πια μπορεί να τα αγνοήσει η τέχνη στο σύνολό της. Είναι τόσο δυνατές οι εικόνες που είναι αφηγήσιμες και με αγοραίους όρους σλόγκαν ταιριαστούς στο «δικό τους» πολιτισμό. Μπορεί κανείς να τις αναδείξει με τους όρους του δικού τους πολιτισμού, με τρόπο σύντομο, και σε χρόνο τηλεοπτικό, η κοινωνία καταρρέει. Όχι στην απομακρυσμένη Παλαιστίνη, όχι το 1900, αλλά εδώ και τώρα.
Ο καπιταλισμός έχει αποτύχει και μπορεί το όραμα της αταξικής κοινωνίας να μην έχει κερδίσει την πλειοψηφία του κόσμου και των καλλιτεχνών, αλλά η αμηχανία των κυβερνώντων και του πολιτισμού της είναι τόσο μουγκή που σου παίρνει τα αυτιά. Η γερασμένη μας μεταπολίτευση είναι ήδη από καιρό έγκυος με τη νέα περίοδο που μας έρχεται, αλλά ο πατέρας είναι άγνωστος και το παιδί δεν είναι από τιμή αλλά από ντροπή που λένε και στην επαρχία. Έτσι, αντί να επιχειρήσουν οι συγγενείς την επέμβαση που θα σώσει τη ζωή του, προσπαθούν να το κρύψουν αφήνοντας το έμβρυο να μεγαλώνει και να σαπίζει μέσα της.
  Είναι τώρα η ώρα να χρησιμοποιηθεί το δυνατό όπλο της τέχνης που έχουν στα χέρια τους οι καλλιτέχνες για να αναδειχτεί η εργατική αλληλεγγύη. Δεν είναι αργά να στραφούμε προς τη δημιουργία μιας τέχνης οργανικά συνδεδεμένης με τα κοινωνικά κινήματα. Δεν είναι αργά να δουν το φώς τραγούδια που θα αντλούν περιεχόμενο εν τέλει από την ίδια τη ζωή και την ιδέα για αλλαγή του κόσμου προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας του, και όχι από ψόφια πλέον ιδεολογήματα περί προσωπικού βολέματος, ατομικού δρόμου, ή κούφια και συντηρητικότατα συνθήματα περί «μαγικού κόσμου της μουσικής», «πολιτισμού που ενώνει», και «προσωπικών επαναστάσεων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου