Τώρα που
οι ρινόκεροι φόρεσαν
στρατιωτικές αρβύλες,
άνεμος μολυσμένος.
Η Helin Bolek, λένε,
δεν είναι πια εδώ.
Το τρένο
της μεγάλης φυγής, λένε,
έχει φύγει ανεπιστρεπτί.
Κόκκαλα στα κόκκαλα,
αίμα πάνω στο αίμα,
οι χασάπηδες
του κόσμου
τρομοκρατούν,
βιάζουν,
μακελεύουν,
μα κι αυτοί
ακόμη,
πεθαίνουν.
Το Grup Yorum, λένε,
δεν θα ξανατραγουδήσει,
δεν θα γράψει ποτέ
ξανά ρίμες.
Σε σαπισμένα κελιά
κατακρεουργούν ανάσες – αυτός ο κόσμος
ΛΕΝΕ
όμορφος είναι
και ο επίγειος παράδεισος
μία ουτοπία,
ένα ψέμα.
Η πόλη του Nazim
φορά μαύρο πέπλο.
Τοξικά απόβλητα
τοξικά σκοτώνουν.
Η πόλη του Nazim
πνιγμένη στο πένθος.
Πόδια κομμένα,
κεφάλια πολτοποιημένα,
χέρια σαπισμένα,
οι τοίχοι βαπτισμένοι
σε αθώο αίμα.
Η Helin Bolek, λένε,
δεν είναι πια εδώ.
Στο ικρίωμα
η φωνή σπαρταράει,
βουλιάζει
και ξεψυχάει
κι όμως,
δεν παραδίνεται,
δεν δειλιάζει,
δεν προδίδει,
στη νηνεμία
αντάρα δίνει:
Η οικουμένη κοιμάται!
Είναι μέχρι
να έρθει και
η δική της ώρα
για να πεθάνει.
Η Helin Bolek, λέω,
είναι πάντα εδώ.
Το λευκό κελί
με τα δάχτυλά της
έκανε πηλό
και με μια της
κίνηση
το σμίλεψε,
μορφή τού έδωσε
ενός καινούργιου ανθρώπου.
Η Helin Bolek, λέω,
θα είναι για πάντα εδώ.
Μακελάρηδες,
αφέντες του πλανήτη,
χασάπηδες των ονείρων,
δήμιοι του κόσμου,
η Helin Bolek,
είναι εδώ.
Κρατά στο ένα χέρι
τον Ibrahim Gokcek
και με το άλλο,
τη φλόγα
της ελευθερίας
σταθερά
κραδαίνει,
ενώ στους τοίχους,
τα graffiti
αντικαθιστά.
Εκείνοι
τα έγραψαν με αίμα αθώων,
αυτή
τα ξαναγράφει:
με τη φωτιά,
με την επιθυμία
για ζωή,
για έρωτα,
για ειρήνη,
για το καλό,
για όλες τις γενιές,
για όλους τους “ελεύθερους”
για όλους τους φυλακισμένους.
Ο Ibrahim Gokcek, λέω,
για πάντα θα τραγουδάει
την επανάστασή του.
Σε τροχοφόρα
άχρωμα
θα ζωγραφίζει
σκοπούς και στόχους.
Σε μηχανές
άμορφες,
καρδιές θα βάζει,
καθώς το ύψος του,
τους μιναρέδες
θα ξεπερνάει,
τα λόγια του,
θα δραπετεύουν
απ’ τις σελίδες,
οι μελωδίες του
θα διαμελίζουν τις νότες.