(Η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της εξαγγελίας θανάτου της τέχνης!)
Έχει ήδη ειπωθεί, αλλά χρήζει επανάληψης:
ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ ΜΙΑΝ ΕΠΟΧΗ. Τα ωραία πράγματα
που θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε ΤΩΡΑ!
Ζακ Βασέ[1]
Έχοντας
μπει αισίως στην τελική ευθεία της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα,
ευδιακρίτως βλέπουμε ότι η τέχνη, (στην κάθε της μορφή), που παράγεται
από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, που εκτίθεται στις μεγάλες γκαλερί
των όρθιων κουστουμαρισμένων, (με απαραίτητα αξεσουάρ τους τα ποτήρια με
τη σαμπάνια και τις μεγαλοστομίες σε ανιαρές συζητήσεις, εμπλουτισμένες
με φιλοσοφικές κορώνες και αναλύσεις επί αναλύσεων, περί των εκθεμάτων
στους φρεσκοβαμμένους τοίχους), ή η τέχνη
που ξεπετιέται απ’ τα εμπλουτισμένα με πανάκριβα σκηνικά studios, η
πολυδιαφημισμένη εν τέλει τέχνη, βρίσκεται (όπως ακριβώς το σύστημα που
την παράγει), σε τέλμα ιδεών και σε πλήρη ατολμία, για ένα βήμα
παραπέρα.
Η δήθεν επαναστατικότητα, την οποία μπορεί να εμπεριέχει η
τέχνη του σήμερα, δεν είναι παρά απλές καταγραφές της μίζερης
καθημερινότητας, εμπλουτισμένες με διάφορα τσιτάτα, τα οποία στο τέλος
αφήνουν μια γεύση στο μυαλό του αποδέκτη του έργου τού “πόσο φρικτή
είναι η πραγματικότητα που ζούμε, μα δεν έχουμε κι άλλη, κι άσε μη και
γίνουν χειρότερα τα πράγματα – ας μείνουμε στα δεδομένα της στιγμής κι
έχει ο Θεός”. Πίσω από την επιφανειακή επαναστατικότητα δεν κρύβεται
τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια του καλλιτέχνη-δημιουργού (καλό
είναι να συμπληρώνουμε τη λέξη «δημιουργός» δίπλα στον καλλιτέχνη, γιατί
όλοι είμαστε εν δυνάμει καλλιτέχνες που απλώς δεν κάνουμε το τόλμημα να
δημιουργήσουμε, που φοβόμαστε μια μικρή ανύψωση του εαυτού μας προς το
θείο που εντός της κλείνει η δημιουργία) ν’ αυτοπροβληθεί ως ο απόλυτος,
πρωτοποριακός καλλιτέχνης, ο γεμάτος με ναρκισσισμό δημιουργός, που στα
μάτια του το κοινό φαντάζει ως ο δικός του καθρέπτης. Λησμονεί
επιδεικτικά αυτός ο δημιουργός, πως ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι ο
καθρέπτης του κοινού, ή για να το θέσω πιο σωστά, οφείλει να είναι ο
καθρέπτης της ενδόμυχης αναγκαιότητας του κοινού, να ξεπεράσει το ίδιο
τα δικά του όρια, να πάει το ίδιο δια μέσου του καλλιτέχνη, στο ανώτατο
επίπεδο νόησης της δικής του υπέρβασης.