-->

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Κώστας Λίχνος - Επιδημική κρίση (Τα διηγήματα του εγκλεισμού)*


Έχω πια σιχαθεί το ίδιο μου το σπίτι. Πόσο ν’ αντέξεις, άλλωστε, κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους; Ακόμη κι ο ύπνος μου είναι ανήσυχος πλέον, γιομάτος ανατριχίλες και παράξενα όνειρα. Εχθές ξύπνησα χαράματα πάλι, κάθιδρος και ξαφνιασμένος· νιώθοντας πως δεν με χωράει ο τόπος. Ύστερα, πήγα στο μπάνιο να απολυμανθώ κι ένιωσα απευθείας κάπως καλύτερα. Λίγο αργότερα, βέβαια, απολύμανα και πάλι τα χέρια μου, υπακούοντας σε κάποιο ανυπέρβλητο της εμμονής, λάκτισμα. Κι όταν κάθισα στον καναπέ, αποστειρωμένος κι ασφαλής, άρχισα να κουτουλώ απ’ την έλλειψη ύπνου. Ενώ ένιωθα τα μάτια μου να φλέγονται, τα μηνίγγια μου να πονούν και τ’ αυτιά να βουίζουν. 


Το χειρότερο όμως, όταν δεν έχω κλείσει οκτάωρο ύπνου, είναι πως νιώθω διαρκώς νυσταλέος και περιφέρομαι στο σπίτι ανώφελα, μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας. Ορισμένες φορές, με το που καθίσω για λίγο, λαγοκοιμάμαι νομίζω και βλέπω σύντομα ονείρατα ή μπερδεμένος λογίζω την πραγματικότητα για όνειρο φευγαλέο. Και δυστυχώς, το κάθε ενύπνιο είναι ένας ρους αποκλειστικά ατομικός. Όσους ανθρώπους κι αν συναντήσεις, στου Μορφέα την διάσταση, δεν είναι παρά του μυαλού σου οράματα. Εσύ, ο κοιμώμενος, είσαι ο μοναδικός πλάνητας μα δεν απέχει τούτο πολύ απ’ τον τρόπο που ζούμε κι όταν είμαστε ξύπνιοι. Απομονωμένες ατομικότητες είμαστε, κατ’ ανάγκην μονάδες, εγκαταλελειμμένες στα βδελυρά απόνερα ενός πολιτισμού παρακμάζοντος. Εκ γενετής ζώα αγελαία και εξ ανατροφής απομονωμένοι παρίες. Και ήμασταν έτσι πολύ προτού να επιβληθεί καραντίνα.

30 ημέρες αναγκαστική απομόνωση, ένας ολάκερος μήνας σε απαγόρευση κυκλοφορίας. Κι αν επιχειρήσεις - επί τροχάδην - μια αποτίμηση του διαστήματος αυτού, τι συμπεράσματα θα προκύψουν αλήθεια; Τι έχει, άραγε, αλλάξει πραγματικά στις ζωές μας τον τελευταίο μήνα; Το μόνο σίγουρο είναι ο εγκλεισμός, η επιβεβλημένη ή αυτόβουλη παραμονή μας στο σπίτι· μέχρις ότου να μην κρίνεται πια αναγκαίο. Για προληπτικούς λόγους, φυσικά, καθώς πάνω απ΄ όλα πρέπει να μπει η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Οι συναθροίσεις απαγορεύονται και οι μετακινήσεις περιορίζονται δραστικά, περιστέλλονται προς αυστηρώς καθορισμένους προορισμούς. Μια ολοκληρωτική επικράτηση της σκοπιμότητας δηλαδή και πλέον, εντελώς αιφνίδια, η προνοητικότητα διαφεντεύει καθ’ ολοκληρίαν τις συνήθειες και την ρουτίνα μας.

Κι όμως, το αδάμαστο χάος που επικρατεί εκεί έξω δεν φαίνεται καθόλου να υποτάσσεται στους νόμους της σκοπιμότητας. Ίσως γι' αυτό η προσταγή να “Μείνουμε σπίτι”, βρήκε τέτοια καθολική αποδοχή. Το σίγουρο είναι πως στις χαλεπές τούτες μέρες απ' το άτομο απαιτείται πλήρης συμμόρφωση, υπευθυνότητα αλλά και δημιουργικότητα. Μέσα σ' αυτή την αλλοπρόσαλλη κατάσταση - που είμαστε φυσικά περιορισμένοι και κοινωνικά απομονωμένοι - δεν αναμένεται απλώς να επιβιώσουμε, θα πρέπει να ριχτούμε και με τα μούτρα στην αυτοβελτίωση. Να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, να διαβάσουμε τα βιβλία που έχουν συσσωρευτεί στην βιβλιοθήκη μας και συλλέγουνε σκόνη ή να εξασκηθούμε σε κάποιο μουσικό όργανο. Εν ολίγης, να εκμεταλλευτούμε στο έπακρων το χρόνο που θα περάσουμε αποκλειστικά με τον εαυτό μας. Να αξιοποιήσουμε την καραντίνα δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που που ένας μελλοθάνατος αξιοποιεί τις τελευταίες του μέρες πριν οδηγηθεί στο ικρίωμα. Κι ενώ υπάρχει κάτι το φαινομενικά αισιόδοξο στην προτροπή του να αδράξουμε τις έγκλειστες μέρες μας, νιώθω συνάμα πως αποτελεί και ένδειξη κάποιου μείζονος υποκείμενου νοσήματος. Δεν μπορεί να αποτελεί υγιή στόχο η αξιοποίηση του εγκλεισμού μας.

Η καθημερινότητά μας θυμίζει πια δευτεροκλασάτη μεταποκαλυπτική τηλεταινία, δυστοπικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Άνθρωποι φοβισμένοι κινούνται ελεγχόμενα, φορώντας μάσκες και κρατώντας στο χέρι μπουκαλάκια αντισηπτικών. Άνθρωποι καθηλωμένοι στους καναπέδες παρακολουθούν δελτία ειδήσεων και ζωντανές ανταποκρίσεις απ’ το πανδημικό μέτωπο. Άνθρωποι κατηχούνται πειθήνια από ειδήμονες, καθώς εκείνοι απαριθμούν τα κρούσματα του ιού και τα ποσοστά των θανάτων. Παράλληλα, εξαπολύεται ένας απίστευτος καταιγισμός διαφημίσεων απ' τον οποίο είναι αδύνατον να προφυλαχτείς. Παντού φιγουράρουν προϊόντα απολύμανσης κι αποστείρωσης, εγχειρίδια διαλογισμού, συμπληρώματα ενίσχυσης του ανοσοποιητικού κι αμέτρητες οδηγίες για την αποφυγή της μετάδοσης του ραγδαίως εξαπλούμενου ιού. Μην ξεχάσω, φυσικά, και τα ατέλειωτα βίντεο με τις θεωρίες συνωμοσίας ή τις θρησκευτικές ανακοινώσεις που παρουσιάζουν την πανδημία ως τιμωρία για τις αμαρτίες, τον ελεύθερο ερωτισμό και την αποχαλινωμένη απληστία μας.

Κι απ΄ την άλλη, λες και δεν έφταναν όλα αυτά, να εξαγγέλλονται διαρκώς μειώσεις μισθών και αναγκαστική διαθεσιμότητα για χιλιάδες εργαζόμενους. Και μέσα σ' αυτή την ξέφρενη δίνη των εξελίξεων, να ενημερωνόμαστε για ξεσπάσματα βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας. Βίαιη καταστολή και επιβολή προστίμων απέναντι σε ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στους δρόμους αναίτια και αδικαιολόγητα. Συνάμα, παντού να διαβάζεις για τα ανεπαρκή εφόδια των νοσοκομείων, την πλημμελή περίθαλψη των πασχόντων και την γενικότερη αδυναμία του δημοσίου συστήματος υγείας να αντεπεξέλθει στην επιδημική κρίση. Την αποτυχία μιας ολόκληρης κοινωνίας να προστατέψει τα μέλη της δηλαδή, όχι λόγω ανικανότητας μα σκοπιμότητας· καθώς σε κεντρικό επίπεδο η προτεραιότητα φαίνεται να είναι διαφορετική.

Οι παλάμες μου ιδρώνουν πάλι, τα μέλη μου παραλύουν και νιώθω μια γλοιώδη παρουσία σ’ όλο μου το κορμί. Φοβάμαι πως άρχισα κι εγώ να νοσώ μα το χειρότερο είναι πως δεν ξέρω αν παρουσιάζω όντως τα παραπάνω συμπτώματα ή αν μόλις τα φανταζόμουν. Όλο αυτό που βιώνω, μοιάζει με κάποιο νοσηρό εφιάλτη απ’ τον οποίο αδυνατείς να ξυπνήσεις. Ή αντίθετα, με βίαιο ξύπνημά σ’ έναν κόσμο που δεν είναι τελικά όπως τον ονειρευόσουν στον μέχρι πρότινος νήδυμο ύπνο σου.

Έξω στους δρόμους δεν ακούγεται τίποτα. Η κίνηση στην πάσχουσα πόλη μου είναι μηδαμινή, μα δεν μοιάζει να θρηνεί ή να διαμαρτύρεται κανείς για αυτή την απώλεια. Η διάδοση του φοβικού λόγου ήταν τέτοια που αποσόβησε κάθε κραδασμό και κατέστειλε κάθε αντίδραση. Ανήμπορος να πράξω κάτι διαφορετικό οικουρώ και μοιάζω να περιμένω μαργωμένος το ξαναζωντάνεμα του τηλέφωνου μου, ώστε να ηχήσουν οι σειρήνες και να μεταδοθεί το μήνυμα εκτάκτου ανάγκης απ’ το υπουργείο προστασίας του πολίτη. Εν αναμονή της βροντής, δηλαδή, η οποία θα σηματοδοτήσει το ξέσπασμα της πρωτοφανούς καταιγίδας που εδώ και καιρό σοβεί υπομονετικά. Βέβαια η τραγωδία έχει ήδη ενσκήψει και δεν γνωρίζω ακριβώς, ποιος επιπλέον φόβος μπορεί να προστίθεται και να μας βασανίζει. Ίσως ο φόβος ότι η καταιγίδα θα αγριέψει περισσότερο, ίσως ότι θα βαστάξει πολύ και πως θα βρεθούν τότε κι άλλες καταστροφές να ενσκήψουν· γιατί ενός κακού μύρια έπονται.

Μόλις έλαβα ακόμη μια ειδοποίηση στο κινητό μου τηλέφωνο. 47 πλέον οι νεκροί από τον κορονοϊό στην Ελλάδα! Μακάβριοι υπολογισμοί και ανατριχιαστικά μαθηματικά θα πραγματοποιηθούν στο μυαλό μου τα επόμενα λεπτά. Πόσο υπαρκτός είναι αλήθεια ο κίνδυνος; Πόσο διαχειρίσιμος είναι άραγε τούτος ο φόβος που με κατακλύζει; Είμαι ο μοναδικός που φοβάται ή διατελούμε όλοι μας υπό το κράτος του πανικού, που σαστίζει τις συνειδήσεις και δεν επιτρέπει τη στάθμιση των εξελίξεων; Τόσος φόβος σε καταναλώνει ολάκερο και δε σου επιτρέπει παρά να μουλώξεις και να λουφάξεις στο σπίτι σου· ώσπου όλο αυτό να περάσει. Ελπίζοντας πως όλο αυτό θα περάσει. Ευελπιστώντας πως όταν περάσει, η επόμενη μέρα θα βρει εσένα και τους δικούς σου εν ζωή.

Το σπίτι μετατράπηκε σε οικείο κελί κι εμείς κάθειρκτοι αυτοπροαιρέτως, δεσμώτες ενός ανείπωτου τρόμου. Ενός τρόμου τόσο συμπυκνωμένου και μολυσματικού που μπορεί να τον βιώσει μονάχα κάποιος που τελεί εν αγνοία για τα διαδραματιζόμενα στον κόσμο, που βαδίζει αόμματος και στέκει μονάχος – ανυπεράσπιστος πλήρως – σ' ένα κόσμο αποθηριωμένο όπου καραδοκούν σε κάθε γωνιά του άρπαγες αιμοβόροι. Μα ακόμη κι αν δεν βλέπεις, πως γίνεται να αγνοήσεις την οσμή της ασθένειας που αναβλύζει πανταχόθεν; Ποιας ασθένειας όμως, ποιας απ' όλες; Ίσως η τραγωδία μας να οδηγηθεί στην τελική της κορύφωση, μονάχα όταν προστεθεί και μια εφάμιλλη σωματική πάθηση πλάι στην καλπάζουσα ηθική μας νόσο.

Οι νοσούντες πληθαίνουν και δεν μπορεί παρά να αποβληθούν σωρηδόν απ’ την ποικιλοτρόπως ασθενούσα πολιτεία των υγειών. Δεν γίνεται αλλιώς να διαφυλαχτούμε αποτελεσματικά από την μετάδοση της λέπρας αλλά κι απ’ την οξεία απόγνωση των λεπρών· που παίρνει πλέον διαστάσεις λοιμικής. Μέχρι να ξεπεράσουμε την πανδημία, φυσικά, μέχρι να τελειώσει τούτη η επιδημική κρίση που αφήνει αμέτρητα θύματα πίσω της κι αναρίθμητες – ποικίλης φύσεως – χαίνουσες πληγές. Το ξέρω, τώρα μιλάει ο φόβος κι αν με άκουγε κανείς θα κατηγορούμουν για σκληρότητα και απάδουσα προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά. Μα νιώθω ανίκανος να υπερκεράσω ετούτο το φόβο.

Αρχίζω να περπατώ με υπερένταση μέσα στο σπίτι, η άθληση κάνει καλό σκέφτομαι. Ακόμη κι αυτή η επαναλαμβανόμενη κυκλική κίνηση γύρω απ' την τραπεζαρία θα με βοηθήσει να καθαρίσω κάπως το νου μου. Όσο κινούμαι όμως, τόσο πιο παγιδευμένος αισθάνομαι. Καρφώνω το βλέμμα στο τοίχο και συνεχίζω να βαδίζω νευρικά μέσα στου κελιού μου τα όρια. Αλλάζω ρυθμό, επιταχύνω, ανοίγω τον διασκελισμό μου κι αρχίζω επιτέλους να λαχανιάζω και να ιδρώνω. Καμία διέξοδος όμως, ό,τι κι αν κάνω αισθάνομαι αιχμάλωτος. Γιατί υποπτεύομαι πως ο νους μου, λογίζει ως αυτόβουλη κίνηση μονάχα εκείνη που θα μ’ οδηγούσε έξω από την θλιβερή φυλακή μου. Μα τούτο είναι εκείνο, που φοβάμαι απ’ όλα περσσότερο.


Ο τρόμος δεν πηγάζει μόνο από το ξέφρενο ξέσπασμα του ιού. Σπάει επάνω μας σαν μανιασμένο αγριόκυμα, σαν αφύπνιση συνταρακτική, σαν πρόωρο ξύπνημα σ’ ένα κόσμο εχθρικό και παράλογο. Το γλυκό μας ενύπνιο βεβηλώθηκε από πολυεθνικές που σπεύδουν να επωφεληθούν της πανδημίας, σαν αιμοσταγή νεκρόσιτα όρνεα που συσσωρεύονται επάνω απ’ των νεκρών τα κουφάρια. Από μεροληπτικές κρατικές εξαγγελίες στήριξης των επιχειρήσεων, αστυνομική βαναυσότητα και διασπορά πανικού απο – επιδοτημένα για την ενημέρωση του κοινού – ευυπόληπτα τηλεοπτικά δίκτυα. Ο ιός του τρόμου μεταδίδεται με ραδιοκύματα, μέσα από τηλεφωνικές γραμμές, κεραίες, λογύδρια παρουσιαστών και πρωθυπουργικά διαγγέλματα. Τα πάντα σκιάζονται απ’ το φριχτό σύγνεφο της επικρεμάμενης απειλής και το μόνο που μπορείς να ψελλίσεις είναι: «Ας σταθώ μια φορά κι εγώ τυχερός. Ας περάσω αλώβητος και τούτη την μπόρα». 

Ακόμη κι αυτή η λιπόψυχη ικεσία μπορεί να είναι αρκετή για να βαστάξεις λιγάκι ακόμα, μέχρι να περάσει όλο αυτό και να επιστρέψεις θεληματικά – αν είναι πια εφικτό – στην νεφελοκοκκυγία που κατοικούσες προτού να ξυπνήσεις. Ίσως αυτή η ισχνή σου ελπίδα, που αποδεικνύει την κακομοιριά σου ολάκερη, να αποκαλύπτει μια ποταπή αισιοδοξία – ρανίδα ρανίδα συναγμένη μες τ’ όνειρο που συνήθιζες να ζεις – ικανή να σε βοηθήσει ν’ αντέξεις μονάχος. 

Η ώρα έχει περάσει, έχει νυχτώσει προ πολλού κι εγώ αποφεύγω τεχνηέντως να επισκεφτώ το μπάνιο προτού πάω να ξαπλώσω. Φοβάμαι πως αν κοιταχτώ στο καθρέφτη θα δω το πρόσωπο μου κατακόκκινο, γιομάτο στίγματα, αηδιαστικές φλύκταινες και πυώδεις εκκρίσεις. Φοβάμαι πως έχω ρίγος και πυρετό, πως κρυώνω και τρέμω. Φοβάμαι πως... Όχι δεν το φοβάμαι απλώς, το ξέρω στα σίγουρα πως απέμεινα πια ολότελα μόνος. 

Σαν δέντρο απόκληρο, μέσα σε ένα σκιερό κι αφιλόξενο δάσος. Γαντζωμένο επάνω σ’ ένα στέρφο και άνυδρο χώμα. Υποσιτισμένο κι αφρόντιστο, σε ένα μέρος ανήλιαγο που δε φτάνουν ποτέ του ήλιου οι αχτίδες για να ζεστάνουν τις ρίζες του και το όποιο νερό κυλάει προς το μέρος του είναι μιαρό κι ακάθαρτο. Ο κορμός μου ξεφλουδίζει και σέπεται, τα κλωνάρια μου μοιάζουν κλαδεμενα με βιαιότητα, ανήμπορα πια να φυλλώσουν. Αδύναμα να απλωθούν και να φτάσουν τον ήλιο. Ανίκανα να σμίξουν και να περιπλεχθούν με τα κλαριά των υπόλοιπων δέντρων. Ένα δέντρο σκεβρωμένο κι ανάπηρο απέμεινα, με μια άραχλη κουφάλα στο κέντρο του που μοιάζει με κόγχη. Μια κόγχη που κάποτε φιλοξενούσε έναν οφθαλμό ανεκτίμητο, μα τώρα φυλάσσει μονάχα υγρασία και μούχλα. 

Ήμαρτον πιά! Τι αποκρουστική εικόνα ήταν αυτή που έπλασε μόλις τώρα ο νους μου! Σαν σκηνή από απαίσιο εφιάλτη μου έμοιασε. Να ονειρευόμουνα άραγε; Να ονειρεύομαι ακόμα; Ξύπνησα τώρα;...


*από την συλλογή "Τα διηγήματα του εγκλεισμού" - εκδ. "Άπαρσις"
https://www.facebook.com/kostas.lixnos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου