-->

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΟΧΙ: Κείμενο του Μάκη Ζέρβα το οποίο πλαισιώνει τη συλλογή "Μέρες από ατσάλι"


Δυστυχώς δεν έτρεχα γρήγορα, άρχισα να μετανιώνω που ποτέ δεν αθλήθηκα λίγο, αλλά δεν πρόλαβα να το σκεφτώ περισσότερο, ήταν ακριβώς πίσω μου, αισθάνθηκα ένα σπρώξιμο και άρχισα να χάνω την ισορροπία μου, ένιωσα ότι άρχισα να πέφτω, προσπάθησα όμως να κρατηθώ, να μείνω όρθιος, να φύγω, να ξεφύγω. 


Γυρίζω το πρόσωπό μου προς τα πίσω, να τους δω, θέλω ενστικτωδώς να τους δω, αλλά αυτό φέρνει με μία περίεργη κίνηση όλο μου το κορμί προς την άλλη πλευρά, οι ώμοι μου στέκονται ευθεία μπροστά, αλλά τα πόδια μπλέκονται και, αντί να απομακρυνθώ για να τους αποφύγω, βρίσκομαι τώρα λίγα μόνο εκατοστά απέναντί τους, τόσο κοντά τους ώστε θα μπορούσα να νιώσω την ανάσα τους, δεν μπορώ όμως επειδή φοράνε αυτές τις τεράστιες μάσκες που καλύπτουν όλο το πρόσωπό τους, ο αέρας που αναπνέουν περνά μέσα από αυτό το στρογγυλό αλλόκοτο φίλτρο που τους κάνει τρομακτικούς -λες να το έχουν σχεδιάσει επίτηδες για να μας τρομάζει η όψη τους;- και έτσι δεν μπορώ να αισθανθώ τον αέρα που αναπνέουν, όμως είναι κοντά μου, πολύ κοντά μου, (...)


αλλά όπως έχουν μπλεχτεί τα πόδια μου και έχει γυρίσει το κορμί μου γέρνω προς τα πίσω, παρότι αισθάνομαι ότι θα πέσω με δύναμη στην άσφαλτο, παρότι ξέρω ότι σίγουρα θα χτυπήσω όταν την αγγίξω, παρόλα αυτά δεν προσπαθώ –ούτε καν ενστικτωδώς– να προστατευτώ από το πέσιμο, να βάλω το χέρι μου για να ακουμπήσει πρώτα αυτό κάτω ώστε να αποσβεστεί το χτύπημα, ή έστω να προσπαθήσω να κρατηθώ. 

Να κρατηθώ όμως από πού; το μόνο κοντινό μου στήριγμα είναι τρεις κοπέλες που βρίσκονται δίπλα μου, εντελώς άγνωστες μέχρι πριν μερικά δευτερόλεπτα βρέθηκαν τώρα στο ίδιο αδιέξοδο με μένα, δεν μπορούν όμως ούτε αυτές να με στηρίξουν, ή έστω να με υποστηρίξουν, και αυτές πέφτουν κάτω μαζί μου, γινόμαστε ένα κουβάρι από πόδια, χέρια, τσάντες, κασκώλ, παλτά, ένα σύνολο από κορμιά και ρούχα μαζί, αντί λοιπόν να προσπαθήσω να κρατηθώ από κάπου, έστω από κάτι το ασταθές, έστω ενστικτωδώς, αντί -όπως είναι πιο λογικό και αναμενόμενο- να βάλω τα χέρια μου προς την φορά της πτώσης, τα σηκώνω προς τα πάνω, προς τον κίνδυνο που αισθάνομαι πιο μεγάλο και απειλητικό, –πώς τον αισθάνομαι άραγε; συνειδητά ή από ένστικτο;- και σηκώνοντάς τα προς αυτόν τον κίνδυνο σκεπάζω φευγαλέα τον χαμογελαστό χειμωνιάτικο ήλιο και τότε μπορώ -επίσης φευγαλέα, αλλά αυτή η απειροελάχιστη στιγμή μου αρκεί- να δω, να διαβάσω και να κατανοήσω το βλέμμα αυτού που είναι ακριβώς απέναντί μου, όσο εγώ πέφτω τόσο αυτός σκύβει πάνω μου, για μία στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώνονται, βλέπω καθαρά την κόρη του ματιού του σε πλήρη διαστολή, βλέπω την έκφρασή του καθώς ορμά πάνω μου, όλο και με πλησιάζει, με πλησιάζει και με κοιτά, αυτός με κοιτά ενώ εγώ τον παρατηρώ, προσπαθώ να δω τι σκέφτεται εκείνη την στιγμή που με καλύπτει με τον όγκο του και βρίσκομαι από κάτω του, έρμαιο στο απόλυτο έλεός του, και προσπαθώ να καταλάβω, όχι τί θα κάνει, αυτό το γνωρίζω καλά και είμαι εντελώς βέβαιος για το αποτέλεσμα, δεν έχω καμία αυταπάτη ότι θα το κάνει, αλλά –γιατί άραγε; από περιέργεια; και τι περιέργεια να υπάρχει σε μία τέτοια ακραία περίπτωση όπου κανονικά ο καθένας θα φρόντιζε να διασφαλίσει την σωματική του ακεραιότητα ή ακόμα και την επιβίωσή του; όχι δεν πρέπει να είναι περιέργεια, κάτι άλλο είναι, δεν ξέρω τι– να καταλάβω το γιατί, ίσως και μέχρι πού θα φτάσει, σε τι βαθμό θα τσακίσει όλο το κορμί μου, το κεφάλι μου μάλλον θα είναι πρώτο, αυτό τον ενδιαφέρει, όχι μόνο τον απέναντί μου που εκτελεί διαταγές, αλλά το κεφάλι ενδιαφέρει τους «άλλους», αυτό είναι το ζωτικό όργανο που διατάζουν να χτυπηθεί για να μας κατατροπώσουν, αρχικά για πρακτικούς λόγους, το κεφάλι είναι πιο ευαίσθητο κι ευάλωτο, αλλά δεν είναι μόνο αυτή η αιτία, βλέποντας τώρα βαθιά την κόρη του ματιού του, τον συνδυασμό της αναπνοής του με την κίνηση του χεριού του, αλλά και ολόκληρου του κορμιού του, τώρα διαπιστώνω ότι το κεφάλι δεν είναι στόχος μόνο επειδή είναι πιο ευάλωτο, αλλά κυρίως επειδή είναι το κέντρο της σκέψης, της προσωπικότητας, της διαφωνίας, της αντίστασης, αυτό θέλουν, να χτυπήσουν και να καταστρέψουν την προσωπικότητά μας και την αντίστασή μας, αφού φυσικά εφαρμόζουν πρώτα πιο εκλεπτυσμένες πρακτικές για να πετύχουν τον σκοπό τους -το ψέμα, την προπαγάνδα, την εξαθλίωση, τους νόμους, την κατάχρησή τους και πολλές άλλες– και αφού διαπιστώνουν ότι δεν τα καταφέρνουν με αυτά τα μέσα, επιστρατεύονται οι πιστοί που εφαρμόζουν την τελευταία τακτική, αυτή της ωμής, ζωώδους βίας, το χτύπημα, το ξύλο, την απλή και πλήρη εξουδετέρωση, και αυτή την καταλαβαίνω πολύ καλά τώρα, την νιώθω από τις κραυγές που αφήνουν οι τρεις κοπέλες δίπλα μου, από τις φωνές που ακούγονται πιο μακριά, από τον τρόμο που εκλύεται γύρω μου, αλλά κυρίως από την βαθιά ανάσα που παίρνει ο απέναντί μου μέσα από την μάσκα του, την ανάσα αυτή που του δίνει το απαραίτητο οξυγόνο για να εκτελέσει με ακρίβεια την κίνησή του.

 Αυτός βέβαια μπορεί να πάρει το απαραίτητο οξυγόνο, αλλά εμείς έχουμε περιοριστεί στο ασφυκτικό νέφος των, ακίνδυνων κατά τον υπουργό καταστολής, αερίων που μας τσούζουν τον λαιμό,  την από πριν μελετημένη κίνηση ώστε να πετύχει πλήρως τον σκοπό της, να χτυπήσει με ακρίβεια για να εξουδετερώσει την αντίσταση και την προσωπικότητά μας, τώρα όμως έχω ακουμπήσει κάτω, όχι στο οδόστρωμα, αλλά πάνω σε κάποιο άτομο, δεν γνωρίζω ποιο είναι αυτό και σε ποιο σημείο του σώματός του βρίσκομαι, αισθάνομαι τον σουβλερό πόνο από το χτύπημα στον κόκκυγα να μεταδίδεται σε ολόκληρη την σπονδυλική μου στήλη που συνθλίβεται, καυτερά ηλεκτρικά ρεύματα φτάνουν στα τέσσερα άκρα μου και προσπαθούν να τα παραλύσουν –αλλά αντιστέκομαι, δεν γίνεται να παραλύσω τώρα, το κορμί μου πρέπει να με υπακούσει για να με βοηθήσει να ξεφύγω από αυτή την παγίδα, το χρειάζομαι ακέραιο, είναι θέμα επιβίωσης- και ενώ είμαι σχεδόν ξαπλωμένος, ο χαρούμενος ήλιος κρύβεται για λίγο από το χέρι που κατεβαίνει ορμητικά, παρότι εξακολουθώ να παρατηρώ τον απέναντί μου δεν μπορώ να διακρίνω κάτι μέσα του, αυτό με στεναχωρεί αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνει αυτό που πίστευα, ότι η μηχανή απέναντί μου δεν έχει αυτή την στιγμή κάποια άλλη έκφραση στα μάτια του, ότι ετούτη την στιγμή –για λόγους που μάλλον δεν θα μάθω ποτέ- έχει ξεφύγει από τα όρια της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς, αυτής που τουλάχιστον εγώ θεωρώ ως τέτοια, και τότε –ενστικτωδώς- αισθάνομαι τον τρόμο να με πλημμυρίζει.


Νιώθω το πρόσωπό μου να αλλάζει έκφραση και να αποζητά έναν οίκτο, να αντιδρά σε αυτό που αισθάνεται ότι θα συμβεί, ένα όχι διαγράφεται μέσα μου, ένα έντονο ΟΧΙ -όχι όμως σε τι;- είναι η αυτόματη προσπάθεια του κορμιού να επιβληθεί στη λογική -ορμώμενο προφανώς από το βασικό αίσθημα της αυτοσυντήρησης- αλλά δεν είναι μόνο αυτή η πρώτη ενστικτώδης άρνηση, το πρώτο ενστικτώδες ΟΧΙ που εμφανίζεται, ταυτόχρονα παρουσιάζεται στον εξωτερικό ερεθισμό και η λογική, προβάλλεται η αξίωση της αξιοπρέπειας και της εξέγερσης και διαχέεται ταχύτατα σε όλο το κορμί μου, και ξεπερνά την ενστικτώδη και χωρίς λογική αντίδρασή του, και η νέα αυτή αξίωση διατάζει όλα τα μέλη του σώματος να υπακούσουν σε αυτό το καινούργιο κάλεσμα, και αυτά –λες και ανυπομονούσαν να δεχτούν αυτή την διαταγή!– αγκαλιάζουν την λογική και ενωμένα μαζί της δίνουν την δική τους μάχη ως απάντηση στον πανικό, αλλάζουν την έκφραση του προσώπου και των ματιών και την μετατρέπουν σε μία νέα –αξιοπρέπεια, σκέψη, πολιτισμός, ήθος, αντίσταση, εξέγερση είναι μερικές από τις συνιστώσες της– και παρότι η πλάτη βρίσκεται τώρα ολόκληρη ξαπλωμένη πάνω στο οδόστρωμα και στα ανακατεμένα κορμιά και ρούχα των τριών τρομοκρατημένων κοριτσιών, το κεφάλι κρατιέται ακόμα όρθιο κοιτάζοντας με θάρρος το χέρι που έφτασε να βρίσκεται μόνο λίγα εκατοστά κοντά του, και, μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις που έχουν απομείνει, νικά τον πόνο που νιώθει αυτή την στιγμή και ξεχύνει έξω από τα όρια του κορμιού την νέα αυτή έκφραση, την εκτοξεύει τραγικό και τελεσίδικο μήνυμα στα ορθάνοιχτα μάτια του απέναντι, αλλά όχι μόνο, κυρίως την διαδίδει ως μήνυμα συμπαράστασης και ενθάρρυνσης σε αυτούς που βρίσκονται ποδοπατημένοι και τραυματισμένοι –ίσως και νεκροί;- βήχοντας μέσα στην οξυνισμένη κάπνα, και επίσης την διακηρύσσει μήνυμα ανυπακοής στους από πέρα -ή από πάνω- αυτούς που, κλεισμένοι στο άχαρο «μέγαρο» που το προστατεύουν οι πιστές μηχανές τους, μιλάνε για ελευθερία και δημοκρατία, αυτοί που αποφασίζουν με μία κίνηση το παρόν και το μέλλον μας, το μήνυμα αυτό μαζεύει λοιπόν όλη την δύναμη των πνευμόνων και ξεπετιέται στον αέρα με μία διαπεραστική και ανατριχιαστική κραυγή:

 ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ !!!

Αισθάνθηκα έναν τσουχτερό πόνο από το γκλομπ που τσάκισε το κεφάλι μου πριν κλείσουν οριστικά τα μάτια μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου