ΤΑΝΚΣ ΘΑ ΣΤΕΙΛΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Το ψωμάκι έχω χορτάσει
μα δεν χόρτασα τον ύπνο.
Πίνω σε χρυσό ποτήρι
μα τον ήλιο έχω ξεχάσει.
Απ’ το σπίτι στο γραφείο
κι από κει στο μαύρο αμάξι.
Χίλιοι αστυφυλάκοι γύρω
κι εκατό μοτοσικλέτες.
Τανκς θα στείλω στην Αθήνα
και στα Μέγαρα μπουλντόζες
και στην Κύπρο πέντε φίλους
νύχτα τον παπά να σφάξουν.
***
ΑΧΟΣ ΒΑΡΥΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγoνται
σα λαμπάδες.
Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ.
Eλληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν,
όπου γυναίκα ρίχνουν.
Βαρούν ντουφέκια από παντού,
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφαλούν πορτοπαράθυρα.
Στο δρόμο κάποιος τρέχει.
Καρδιά, για πάψε να χτυπάς,
καρδιά, που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είν’ άπαρτη.
Τα σπίτια είναι δικά μας.
Τουτ’ η ελιά που χάλασες, έχει κακές
τις ρίζες.
Κι αν την σκεπάσεις σίδερο, κι αν τήνε
χτίσεις πέτρα,
θε ν’ ανασαίνει μες στη γη, θε να
μαζεύει πόνο,
θε να μιλά μερόνυχτα, μέχρι να την
ακούσουν.
Κι αν χτίσεις φάμπρικα τρανή, θ’
ακούσουν οι εργάτες.
Κι αν χτίσεις ταρσανά βαθύ, θ’
ακούσουν οι μαστόροι.
Κι αν την αφήσεις ξέσκεπη, μπροστά σου
θα ‘ναι πάντα.
Τουτ’ η ελιά που χάλασες, αυτή θα σε
χαλάσει.
***
Μεριάσανε τα σύννεφα κι ο ήλιος κατεβαίνει
κι ένα μικρό μελαχροινό φυσάει μες στο σουράβλι.
Η πίκρα είναι στο στόμα του, στα μάτια πάλι η πίκρα
κι ένα ντουφέκι δίπλα του, παλιό και πλουμισμένο.
Ξανοίγει πάλι ο ουρανός κι ο ήλιος κατεβαίνει
κι ένα μικρό μελαχροινό κοιτάζει και σωπαίνει.
Κάτι είναι σα χαρούμενο, κάτι σα θυμωμένο
κι ένα ντουφέκι δίπλα του, παλιό και πλουμισμένο.
Στείλ’ ένα γύρω μήνυμα και ρώτα τους δικούς μας,
τι θέλουν τουτ’ οι Έλληνες κι όλο παραπονιούνται
κι οι χωρικοί στα Μέγαρα στήσαν μαύρες σημαίες.
Φάμπρικες φτιάχνω και σχολειά και φάμπρικες δε θέλουν
κι οι φοιτητές
κλειστήκανε μες στο Πολυτεχνείο
κι απέξω μάνες κι αδερφές, κι απέξω ένα μιλιούνι.