-->

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Φώτης Γιαννικόπουλος: Κακές Συνήθειες (διήγημα)

Στη λεωφόρο τα αυτοκίνητα βραδυπορούσαν. Σταματούσαν για λίγο, κάλυπταν μερικές εκατοντάδες μέτρα, για να σταματήσουν εκ νέου. Βρισκόταν ήδη πάνω από μια ώρα πίσω απ’ το τιμόνι και η ανυπομονησία του ήταν πλέον εμφανής. Έσβησε το τσιγάρο νευρικά στο τασάκι που ξεχείλιζε με αποτσίγαρα, έβγαλε ένα άλλο ενστικτωδώς, απ’ το πακέτο και το άναψε. Στην πρώτη τζούρα έβηξε κάμποσο, νιώθοντας τα σωθικά του να καίγονται και αφού τα πνευμόνια του παρέμειναν στη θέση τους, συνέχισε να ρουφάει με ζήλο την ‘‘αγαπημένη του συνήθεια’’ όπως την αποκαλούσε. «Πρέπει ν’ αλλάξω μάρκα, αυτά τα έχουν σκαρτέψει τελείως», σκέφτηκε. 

Η φωνή από τον οδηγό πλοήγησης τον ειδοποίησε πως σε μισό χιλιόμετρο φτάνει στον προορισμό του. «Λες να μην το ξέρω»; έκραξε και στη στιγμή κρατήθηκε πριν αρχίσει να βρίζει το μηχάνημα. « Πολλά νεύρα έχω τελευταία, αλλά λογικό είναι αφού επιλέγω να κάνω ψώνια αφού πρώτα έχουν τελειώσει τα πάντα στο σπίτι… Είναι κι αυτές οι γιορτές που δεν τις αντέχω. Μου φαίνεται πως πρέπει να βάλω περισσότερη τάξη στη ζωή μου, λίγος προγραμματισμός δεν βλάπτει, ίσως να είναι και χρήσιμος», μονολογούσε « και πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξω αυτά τα παλιοτσίγαρα, με πεθαίνουν τα αναθεματισμένα» σκέφτηκε αποφασιστικά, καθώς έστριβε στο πάρκινγκ του πολυκαταστήματος. Τα εκτυφλωτικά φώτα, με τα χιλιάδες λαμπιόνια και τα στολίδια που σκέπαζαν κυριολεκτικά το κτήριο του υπενθύμισαν το μίσος του για κάθετι χαρούμενο, ειδικά όταν αυτό ακολουθείται από ένα ‘‘πρέπει’’, και στις γιορτές αυτό το πρέπει είναι κυρίαρχο. Βρήκε να παρκάρει κοντά στην είσοδο και αυτό του έφτιαξε κάπως το κέφι.

«Άντε να ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα» σκέφτηκε, μπαίνοντας παρ’ όλα αυτά σκυθρωπός στο τεράστιο κατάστημα. Πήρε ένα καρότσι, κάρφωσε τη λίστα επάνω- για της οποίας τη δημιουργία είχε νιώσει αρκετά υπερήφανος- και άρχισε βιαστικά να στρίβει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, πετώντας πράγματα στο καρότσι, πολλά εκ των οποίων ωστόσο δεν βρίσκονταν στη λίστα, αλλά αποφάσιζε στιγμαία για την ενδεχόμενη χρησιμότητά τους. Είχε ένα ιδιαίτερο πάθος με τις προσφορές. Σταματούσε πάντα για αρκετή ώρα στον χώρο αυτό, ψάχνοντας επισταμένα για τις καλύτερες ευκαιρίες. Και κάθε φορά που έβρισκε κάποια, σχημάτιζε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο επιβεβαίωσης ρίχνοντας το άχρηστο κατά τα άλλα πράγμα στο καρότσι, εμφανώς ευχαριστημένος σαν να είχε ξεγελάσει ή νικήσει κάποιον. Μετά από μισή ώρα αναζήτησης περίμενε στο ταμείο,  όπου μια νεαρή κοπέλα, μάλλον φοιτήτρια, απαιτούσε από την ελαφρώς εκνευρισμένη υπάλληλο, ξεχωριστές τσάντες για το καθένα από τα ροζουλί λούτρινα αρκουδάκια που είχε πάρει από το τμήμα προσφορών.

«Μα τί θα τα κάνει όλα αυτά;» αναρωτήθηκε, αποστρέφοντας όμως το βλέμμα του από τον τύπο που κρατούσε ένα μεγάλο κουτί, πίσω από τη φοιτήτρια, χτυπώντας μηχανικά το πόδι του στο πάτωμα και προφανώς είχε κάνει την ίδια σκέψη. Χάζεψε τα μικροαντικείμενα στα σταντ και βλέποντας τους αναπτήρες, θυμήθηκε τα τσιγάρα. Η φοιτήτρια έφυγε  ικανοποιημένη τελικά που είχε περάσει το δικό της και στο πρόσωπο της πωλήτριας φάνηκε ένα σημάδι ανακούφισης. Ο τύπος μπροστά του ακούμπησε το κουτί στον ιμάντα του ταμείου, πέταξε κάτι για την φοιτήτρια στην ταμία, εκείνη έκανε πως δεν τον άκουσε, πλήρωσε κι έφυγε μουρμουρίζοντας βρισιές μέσα από τα δόντια του. Άρχισε να βγάζει τα πράγματα από το καρότσι τοποθετώντας τα όπως όπως στον ιμάντα. Η ταμίας με γρήγορες κινήσεις τα περνούσε από το μηχάνημα ταυτοποίησης που στρίγγλιζε έναν ήχο για κάθε αντικείμενο και τα πετούσε επιδέξια σχηματίζοντας έναν σωρό στην άλλη άκρη του ταμείου. Αφού άδειασε επιτέλους το καρότσι, πέρασε μπροστά στο σωρό όπου με άτσαλες και νευρικές κινήσεις έπιασε να γεμίζει τις τσάντες προσπαθώντας να προλάβει την έμπειρη ταμία, πράγμα μάταιο γιατί μετά από λίγο μια τσιριχτή φωνή από τη μεριά της του ζητούσε την κάρτα πληρωμών.

Το χρήμα είχε πια σταματήσει να κυκλοφορεί και όλες οι συναλλαγές γίνονταν με κάρτες. Μόνο στον υπόκοσμο τα πράγματα ήταν σχεδόν όπως παλιά. Την ώρα που έβγαζε την κάρτα από το πορτοφόλι του θυμήθηκε τα τσιγάρα. « Θα ήθελα και μια κούτα τσιγάρα εισαγωγής» είπε αδιάφορα στην ταμία, περιμένοντας ωστόσο για την αναμενόμενη αντίδραση. Το πρόσωπό της γέμισε με αηδία και αποστροφή. Όμως αυτός ήταν συνηθισμένος πια σε τέτοιου είδους αντιδράσεις. Παλιότερα είχε υποστεί ουκ ολίγα εξευτελιστικά σχόλια γι’ αυτό, ιδιαίτερα την εποχή που ξεκίνησε η εκστρατεία κατά του καπνού και των παραγώγων του και ο κόσμος ήταν πιο εχθρικός απέναντι στους καπνιστές. Τώρα πια το μίσος τους είχε καταλαγιάσει και απλώς κοιτούσαν τα θύματα – γιατί θύματα τους θεωρούσαν- με περιφρόνηση και μερικοί ίσως με οίκτο που για εκείνον ήταν ακόμα χειρότερο. Μερικά ακόμα εχθρικά μάτια στράφηκαν επάνω του,  τη στιγμή που η πωλήτρια έβγαζε κάτω από τον πάγκο το κουτί με τον καρκίνο και αφού το ανέμισε για λίγο στον αέρα για να δουν όλοι, το πέταξε προς το μέρος του.

Εκείνος το σήκωσε και με αργές κινήσεις το έβαλε επιδεικτικά στην τσάντα, προσπαθώντας να δείχνει ήρεμος και αδιάφορος. Ήθελε να φύγει από εκεί το γρηγορότερο. «Την κάρτα» άκουσε πάλι την ταμία να λέει. Ψέλλισε ένα «ορίστε» δίνοντάς την και περίμενε κοιτώντας την υπάλληλο που πατούσε τα στοιχεία στον υπολογιστή. Ξαφνικά η οθόνη κοκκίνησε, έσβησε και μετά έγινε κόκκινη ξανά. «Μα ο λογαριασμός έχει λεφτά», πρόλαβε να σκεφτεί. «Σας παρακαλώ περάστε στην άκρη και περιμένετε», τον πρόσταξε η στριγγή φωνή. «Τί συμβαίνει»; μόλις που κατάφερε να ρωτήσει αυτός. «Κύριε, καθίστε στην άκρη σας παρακαλώ, δεν βλέπετε πως εμποδίζετε τη ροή του ταμείου; Σε ένα λεπτό έρχεται ο Υπεύθυνος» είπε εκείνη αποφασιστικά.

Οπισθοχώρησε πιεζόμενος από τα βλέμματα των πελατών που περίμεναν τελείως αναστατωμένος. Η γυναίκα αφού τον κοίταξε για τελευταία φορά σαν να ήταν ένοχος για κάτι ανείπωτο, βάλθηκε να εξυπηρετεί μια γρια που κρατούσε στα χέρια ένα καχεκτικό πεκινουά το οποίο προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει από το γερό σφιχταγκάλιασμα της ιδιοκτήτριάς του. Μια μπάσα φωνή πίσω του τον έκανε να τιναχτεί ανεπαίσθητα. «Είστε ο κύριος Μπλουμ;», γυρίζοντας ήρθε αντιμέτωπος με έναν νεαρό, ξανθό κοντοκουρεμένο, με κοκκινωπό πρόσωπο και κάτι μικρά γαλάζια ματάκια που τον κοιτούσαν χαιρέκακα. «Μάλιστα», αποκρίθηκε αυτός. «Ακολουθείστε με σας παρακαλώ», του ζήτησε με τυπική ευγένεια. «Αν θα θέλατε να με ενημερώσετε πρωτίστως περί τίνος πρόκειται;», απαίτησε με αποφασιστικότητα ο κ. Μπλουμ. «Θα σας τα πει ο Υπεύθυνος», απάντησε κοφτά ο κοκκινομούρης και πιάνοντάς τον ελαφρά απ’ τον ώμο, τον οδήγησε προς το ανσανσέρ. Ο κ. Μπλουμ κοιτώντας τον νεαρό που του ’ριχνε σχεδόν ένα κεφάλι, με τα παραπανήσια κιλά του να προσπαθούν να χωρέσουν στο εφαρμοστό φτηνιάρικο κοστούμι του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για υπάλληλο της ασφάλειας του πολυκαταστήματος, οπότε και αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει. Ο νεαρός πίεσε το κουμπί που απαγόρευε τη χρήση για άτομα εκτός του προσωπικού και το κουβούκλιο κινήθηκε προς τα κάτω. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα, ο θάλαμος σταμάτησε. Ο κοκκινομούρης στράφηκε στην πόρτα δεξιά από αυτήν που είχαν εισέλθει και αφού κοίταξε την κάμερα, ακούστηκε ένα παρατεταμένο μπιπ και η πόρτα άνοιξε.

«Από δω, παρακαλώ» του είπε κάπως βαριεστημένα. Από τον χαλαρό τόνο της φωνής του, ο ανθρωπός μας κατάλαβε ότι σε λίγο η αποστολή του τελειώνει. Και πράγματι στρίβοντας αριστερά σ’ ένα διάδρομο, σταμάτησε σε μια πόρτα, χτύπησε τρεις φορές, κοντοστάθηκε για λίγο, έπειτα γύρισε το πόμολο και αφού έκανε στην άκρη λέγοντας ένα αρκετά ευγενικό «περάστε», τον έμπασε μέσα κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω του. ΤΜΗΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ …, πρόλαβε να διαβάσει στην πινακίδα της πόρτας ο κ. Μπλουμ. Ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος, με όψη λογιστή, βρισκόταν πίσω από ένα γεμάτο με χαρτιά γραφείο που άφηναν όμως τον απαραίτητο χώρο για μια οθόνη υπολογιστή, στην οποία ασχολείτο εκείνη την ώρα ο κατά την όψη λογιστής, ο οποίος σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του και αφού τον περιεργάστηκε μέσα από τα χοντρά του γυαλιά που του θόλωναν τα μάτια, του έκανε ένα νόημα με το χέρι να καθίσει και συνέχισε να κοιτάζει την οθόνη. Ο κ. Μπλουμ κινήθηκε προς τις δύο πολυθρόνες που βρίσκονταν μπροστά στο γραφείο με αργές κινήσεις και προς στιγμήν σκέφτηκε να καθίσει σε εκείνη που βρισκόταν προς τη μεριά της οθόνης. Η εικόνα  με το ανθρωπάκι να τον ψάχνει συνεχώς πίσω από την οθόνη κατά τη διάρκεια της συζήτησης, τον ευθύμησε λιγάκι η αλήθεια είναι, κανοντάς τον να κινηθεί προς το μέρος της, η σκέψη όμως πως θα ήταν προτιμότερο να δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό, γρήγορα τον αποθάρρυνε και επέλεξε την έταιρη της τελικώς, στην οποία και άφησε να βουλιάξει το βάρος του κορμιού του. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ, διάβασε στο ταμπελάκι που στριμωχνόταν ανάμεσα στα χαρτιά.

«Τί είναι πάλι τούτο;» πρόλαβε να σκεφτεί ο κ. Μπλουμ, γιατί μια ψιλή διαπεραστική φωνή που έβγαλε το ανθρωπάκι τον έκανε να ανακαθίσει. «Κύριε Μπλουμ γνωρίζετε το λόγο που βρίσκεστε εδώ;». «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα» κατάφερε να απαντήσει αυτός «και για να σας πω την αλήθεια δεν γνωρίζω καν τι είναι εδώ πέρα», πρόσθεσε με σιγουριά, ευχαριστημένος από τον εαυτό του που δεν τα είχε χάσει. «Το αντικείμενο του γραφείου το αναγράφει το ταμπελάκι που διαβάσατε προηγουμένως», του είπε τότε με νόημα και σε αυστηρό τόνο εκείνος, νιώθωντας την ψιλή του φωνή να εκνευρίζεται και να διαπερνά τα μηνίγγια του. «Ωχ ετούτος δω νευρίασε ήδη, να δεις που κατάλαβε κιόλας πως ήθελα να καθίσω στην άλλη πολυθρόνα», σκέφτηκε αστραπιαία ο κ. Μπλουμ και προσπάθησε να βρει κάτι έξυπνο για να πει. Τον πρόλαβε όμως ο Υπεύθυνος. «Έχετε δίκιο, σας κατέλαβα εξαπίνης, πράγμα καθόλου ευγενικό, με συγχωρείτε», του είπε με αρκετά μαλακή φωνή, αν και κάπως επιτηδευμένη, που ωστόσο τον έκανε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. «Η αλήθεια είναι πως διάβασα την επιγραφή, αλλά δεν την πολυκατάλαβα», είπε ο άνθρωπός μας με κάποιο δισταγμό όμως. Είχε αρχίσει να νιώθει άβολα, η επιθυμία για ένα τσιγάρο, άρχισε να του γίνεται ανάγκη. Προσπάθησε να ηρεμίσει και έξυσε ενστικτωδώς την παλάμη του.

Οι δύο μαύρες κουκίδες πίσω από τα θολά γυαλιά τον παρατηρούσαν. «Μήπως θα θέλατε να καπνίσετε;» τον ρώτησε αιφνής ο Υπεύθυνος, το πρόσωπο του κ. Μπλουμ άστραψε, «θα το ήθελα πολύ να σας το επιτρέψω αλλά δυστυχώς απαγορεύεται», συμπλήρωσε όμως αυτός με προσποιητή καλοσύνη, αφήνοντας παράλληλα να του ξεφύγει ένα πνιχτό γελάκι. Ο άνθρωπός μας σκοτείνιασε. Άρχισε να συνειδητοποιεί πως τα πράγματα γίνονταν πιο περίπλοκα, από όσο είχε στην αρχή πιστέψει. Καταλάβαινε πως κάτι του διέφευγε, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να βρει τι ήταν αυτό που οι άλλοι ήξεραν κι αυτός δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Ο Υπεύθυνος χαμογέλασε σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις του. Έριξε μια ματιά στην οθόνη του υπολογιστή και τον ρώτησε με σοβαρή φωνή «Τί μάρκας τσιγάρα καπνίζετε κύριε Μπλουμ;». Εκείνος τα ’χασε, δεν περίμενε ποτέ μια τέτοια ερώτηση, έκανε να σκεφτεί αλλά ταυτόχρονα «Συνήθως τσιγάρα εισαγωγής», απάντησε εντελώς αβίαστα. Είδε το ανθρωπάκι να ξαφνιάζεται προς στιγμή και κατάλαβε πως είχε βρει στόχο η απάντησή του. «Συνήθως τσιγάρα εισαγωγής», επανέλαβε ο Υπεύθυνος, «ναι, μάλιστα, αν και όπως παρατηρώ από τις αγορές σας κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, διαπιστώνω πως έχετε αλλάξει μάρκα τέσσερις φορές, συμπεριλαμβανομένου και της σημερινής φυσικά», προσθεσε με εκείνο τον άχρωμο τόνο που χρησιμοποιούν οι δημόσιοι υπάλληλοι επί τω έργω και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο.

«Θα ήθελα πρωτίστως να σας ενημερώσω τον σκοπό του γραφείου μας, εφ’ όσον υπαινιχθήκατε προηγουμένως πως δεν τον γνωρίζετε, που δεν είναι άλλος από το να ελέγχουμε τις καταναλωτικές σας συνήθειες και να παρεμβαίνουμε όταν αυτό θεωρείται σκόπιμο». Όλα στο κεφάλι του κ. Μπλουμ στριφογύριζαν. Στο μυαλό του εμφανίζονταν σκόρπιες εικόνες με ειδήσεις που προανέγγελαν τη δημιουργία του εν λόγω τμήματος. Αργά αργά βυθιζόταν μέσα στην πολυθρόνα και με δυσκολία πια προσπαθούσε να εστιάσει στον συνομιλητή του, που συνέχιζε ατάραχος. «Ο Τομέας Ασφαλείας σε συνεργασία με τον Τομέα Υγείας λαμβάνοντας υπ’ όψιν του την δυσαρέσκεια που ενδέχεται να υποβόσκει στην οποιαδήποτε αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών, συνέστησε μία ενδεικτική λίστα αγαθών, όπου για καθένα από αυτά έχει οριστεί ένα επιτρεπτό όριο αλλαγών. Η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, οφείλει να αντιμετωπίζεται στην κάθε περίπτωση χωριστά και να διερευνείται η αιτία της εν προκειμένω αλλαγής. Για το λόγο αυτόν κρίθηκε σκόπιμο να δημιουργηθεί σε κάθε δημόσιο χώρο εξηπηρέτησης πολιτών, ένα γραφείο αντίστοιχο με αυτό εδώ, ώστε να προλαμβάνει άμεσα κάθε ανάλογο γεγονός». Ο Υπεύθυνος σταμάτησε, κοίταξε τον άνθρωπό μας διεξοδικά, περιμένοντας κάτι. Μάταια όμως. Ο κ. Μπλουμ έδειχνε να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα. «Είστε καλά;», ακούστηκε πάλι η ψιλή φωνή. Ο άνθρωπός μας σάλεψε λιγάκι, σαν να συνήλθε. «Πως είπατε;», κατάφερε να ρωτήσει. «Είστε καλά;», επανέλαβε το ανθρωπάκι, «Μήπως θα θέλατε λίγο νερό;», πρόσθεσε. «Όχι εντάξει, καλά είμαι», ψέλλισε ο κ. Μπλουμ και ανασκουμπώθηκε στην πολυθρόνα, προσπαθώντας να βρει μια καλύτερη στάση. «Μη φοβάστε τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο δείχνουν, ακόμα τουλάχιστον. Αν και οφείλω να ομολογήσω πως ο εθισμός σας σε αυτήν την βλαβερή συνήθεια, ίσως από μόνο του να είναι σημάδι παραβατικής συμπεριφοράς, πόσω μάλλον αυτή η διαρκής αλλαγή στις συνήθειές σας, εμείς ωστόσο σας αντιμετωπίζουμε ως ασθενή, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Με αντιλαμβάνεστε έτσι δεν είναι»;

Ο κ. Μπλουμ διέκρινε στη φωνή του Υπεύθυνου μια εγκάρδια χροιά, ίσως να την φαντάστηκε, ήταν όμως καταλυτική ώστε να πάρει κουράγιο και να ρωτήσει με αρκετή αποφασιστικότητα. «Τί πρέπει να κάνω»; Το ανθρωπάκι έγειρε ελαφρά προς το μέρος του, στο πρόσωπό του σχηματίστηκε με δυσκολία ένα φιλικό, θα έλεγε κανείς, χαμόγελο, ήταν προφανές πως σπάνια χαμογελούσε. «Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μάθω το λόγο που σας έκανε να αλλάξετε μάρκα», απευθύνθηκε με μειλίχιο ύφος στον κ. Μπλουμ, ο οποίος ένιωσε αόριστα πως το μαρτύριο του οδεύει προς το τέλος. «Μα δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, απλώς τα προηγούμενα μου προκαλούσαν ξερόβηχα», προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο αδιάφορος γινόταν και για να πείσει εντελώς τον συνομιλητή του πρόσθεσε, «αν ήξερα για την ταλαιπωρία που θα επρόκειτο να περάσω, ούτε που θα το σκεφτόμουν να αλλάξω μάρκα!», έκανε να γελάσει για να δείξει όσο το δυνατόν χαλαρός, επομένως και αθώος, αλλά για κακή του τύχη, ο ερεθισμένος του φάρυγγας το εξέλαβε ως προτροπή για να βήξει, με αποτέλεσμα να βγάλει τελικά έναν παράξενο καγχασμό.

Το ανθρωπάκι τον κοίταξε απορημένα, εντούτοις δεν έδωσε παραπάνω σημασία, έβγαλε κάτω από το γραφείο ένα πληκτρολόγιο, το ακούμπησε όπως όπως επάνω στα χαρτιά και ξεκίνησε να γράφει με γρήγορο ρυθμό. Ο κ. Μπλουμ τον παρατηρούσε με αγωνία προσπαθώντας μάταια να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Η απότομη σιγή του Υπεύθυνου τον αποσυντόνιζε ξανά. Τη στιγμή που πάτησε το τελευταίο πλήκτρο, ακούστηκε ταυτόχρονα ο χαρακτηριστικός ήχος του εκτυπωτή που βρισκόταν στα τρία μέτρα πίσω του, με μια επιδέξια κίνηση - όταν αυτός σταμάτησε να τυπώνει – κύλησε την καρέκλα με τις ρόδες που καθόταν, πήρε τα τυπωμένα χαρτιά και το ίδιο άνετα επέστρεψε στο γραφείο.

Ο άνθρωπός μας τον κοίταξε με απόγνωση, παρακαλώντας – όπως τα μικρά παιδιά- από μέσα του να τελειώσει επιτέλους το ιδιότυπο αυτό βασανιστήριο. «Κύριε Μπλουμ», είπε με αυστηρό ύφος το ανθρωπάκι, «από τα λεγόμενά σας προτίστως, αλλά ιδιαιτέρως από την στάση σας καθ’ όλην τη διάρκεια της συζήτησής μας, κατέληξα στο συμπέρασμα πως έχετε εθιστεί απόλυτα στην βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος. Ως εκ τούτου η Πολιτεία για να σας προστατέψει, αλλά και για να προστατέψει τον εαυτό της, δηλαδή εμάς τους υπόλοιπους πολίτες, προβλέπει την ένταξή σας σε μια ομαδική συνεδρία απεξάρτησης του καπνίσματος. Η συμμετοχή σας δε σε αυτήν για τους πρώτους τρεις μήνες είναι υποχρεωτική. Οι συνέπειες της μη συμμόρφωσής σας, καθώς και όλες οι λεπτομέριες αναγράφονται αναλυτικά στο αντίγραφο που θα υπογράψετε και θα παραλάβετε».

Έκανε μια παύση και αφού έριξε μια ματιά στον άνθρωπό μας, συμπλήρωσε με νόημα, «Αν δεν συμφωνείτε παρ’ όλα αυτά με τα όσα ακούσατε και θεωρείτε πως αδικήστε, μπορείτε να μην υπογράψετε και να φύγετε, όμως τότε η υπόθεσή σας θα περάσει αυτόματα στη δικαιοδοσία του Νόμου». Στο άκουσμα μονάχα της λέξης, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του κ. Μπλουμ. Αν είχε μάθει ένα πράγμα καλά στη ζωή του, ήταν πως το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί σε κάποιον, είναι να έχει μπλεξίματα με το Νόμο. «Βεβαίως και θα υπογράψω» είπε απότομα και λίγο δυνατά, «ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να το κόψω, ποτέ δεν ξέρεις», συμπλήρωσε με το πειθήνιο ύφος του ανθρώπου που μεταμελεί. «Χαίρομαι για την απόφασή σας. Ξέρετε από την αρχή σας συμπάθησα!» είπε μεμιάς το ανθρωπάκι και του έτεινε τα χαρτιά για να υπογράψει, προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσει στα χείλη  το σπασμωδικό του χαμόγελο. Αργότερα θα μάθαινε ο άνθρωπός μας, πως αυτού του είδους οι Υπεύθυνοι πληρώνονταν επιπλέον για την κάθε περίπτωση που θα έφερναν εις πέρας, εξ’ ου και οι ευγένειες. Ο κ. Μπλουμ υπέγραψε βιαστικά και έκανε να φύγει. Όμως το ανθρωπάκι τον σταμάτησε λέγοντας, «περιμένετε μισό λεπτό κ. Μπλουμ, να ειδοποιήσω κάποιον να σας συνοδεύσει» και πάτησε το κουμπί της ενδοσυνενόησης «και βασικά αυτό είναι δικό σας», δίνοντάς του το ένα από τα δύο χαρτιά. Εκείνος το πήρε  δίχως να το κοιτάξει και το έβαλε στη μέσα τσέπη του παλτού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως δεν το είχε βγάλει τόση ώρα. Αισθάνθηκε γελοίος.

Ο Υπεύθυνος σαν να τα είχε καταλάβει όλα ξανά, έκανε πως έψαχνε κάτι στα χαρτιά του γραφείου. Ακούστηκε πίσω του το λυτρωτικό άνοιγμα της πόρτας. «Μην ξεχάσετε τα πράγματά σας από το ταμείο, τα τσιγάρα βέβαια δεν θα μπορέσετε να τα πάρετε», τον πρόλαβε το ανθρωπάκι, που στο μεταξύ είχε σηκωθεί για να τον χαιρετίσει. «Καλό σας βράδυ κύριε Μπλουμ και σας ευχαριστώ για τη συνεργασία» . Εκείνος απλά σήκωσε το χέρι για χαιρετισμό και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την πόρτα, τα πραγματα τα είχε ξεχάσει εντελώς. Ευτυχώς που δεν ήταν ο κοκκινομούρης ο υπάλληλος που τον περίμενε. Αυτήν τη φορά ήταν ένας μάλλον κοντός, γύρω στα πενήντα, που στην όψη δεν έμοιαζε και τόσο της ασφάλειας. «Τώρα που δεν έχουν κάτι να φοβηθούν, στέλνουν αυτόν», σκέφτηκε ο Μπλουμ και χώθηκε μαζί του στο ανσανσέρ. Στο ταμείο η υπάλληλος ήταν η ίδια. Η οποία είχε προφανώς ενημερωθεί αφού είχε βγάλει την κούτα με τα τσιγάρα από τη σακούλα, αφήνοντάς την παρ’ όλα αυτά παραδίπλα. Έβαλε τις τσάντες στο ένα χέρι, με το άλλο πήρε την κάρτα του από την πωλήτρια που δεν τον κοιτούσε επ’ ουδενί στα μάτια και δίχως να πει λέξη προχώρησε προς την πόρτα.

Ο κρύος αέρας κάπως τον συνέφερε και χάρηκε πραγματικά όταν αντίκρισε το αμάξι τόσο κοντά του. «Άντε να φεύγουμε στα γρήγορα» σκέφτηκε ανοίγοντας την πόρτα. Πέταξε κυριολεκτικά τα ψώνια στο πίσω κάθισμα και ψαχούλεψε στο μπροστινό για το πακέτο με τα τσιγάρα, αφού το βρήκε, έβγαλε ένα και καθώς το άναψε γύρισε το κλειδί στη μηχανή. Έκανε μισή στροφή γύρω από το κτήριο και πήρε τη λεωφόρο που οδηγούσε νότια. Η κίνηση ήταν αραιή, έπιασε τέρμα αριστερά και πάτησε το γκάζι προς το πάτωμα. Η μηχανή ανέβαζε στροφές μουγκρίζοντας και οι ρόδες άφηναν γοργά το δρόμο πίσω τους. Άνοιξε το ράδιο και άναψε ένα ακόμα τσιγάρο με το προηγούμενο που είχε σχεδόν τελειώσει. «Προσοχή! Σε πέντε χιλιόμετρα εξέρχεστε από τα όρια της πόλης και εισέρχεστε σε επικίνδυνη περιοχή με δική σας ευθύνη» ακούστηκε  η γυναικεία φωνή του οδηγού πλοήγησης. «Να πάρει, ξέχασα να το κλείσω, τώρα ό, τι είναι να γίνει έγινε», είπε φωναχτά στον εαυτό του και την ώρα που ακούστηκε να ξαναλέει «Προσοχή!» το έκλεισε. Παρακάτω ο δρόμος στένευε και η διαχωριστική νησίδα σταματούσε. Φτάνοντας στα πρώτα κτήρια η κίνηση πύκνωνε απότομα. Οι φωτεινοί σηματοδότες δεν λειτουργούσαν πουθενά και τα αυτοκίνητα σφήνωναν το ένα ανάμεσα στο άλλο από όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν η παλιά πόλη.

Ο άνθρωπός μας συνέχισε κάμποσο στον κεντρικό δρόμο και έπειτα έστριψε απότομα αριστερά μπροστά από ένα μικρό φορτηγό που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Παρκάρισε στο πρώτο ελεύθερο πάρκινγκ που βρήκε, πήρε τις τσάντες και κατέβηκε. Έβαλε τα πράγματα στο πορτ-μπαγκάζ και κλείδωσε προσεκτικά. Αφού ήλεγξε ξανά όλες τις πόρτες, κίνησε βιαστικά προς το βάθος του στενού. Έστριψε σε έναν πολύβουο πεζόδρομο και χάθηκε μέσα σε μια πόρτα που πάνω της τρεμόπαιζε μια ταμπέλα από νέον. Το μαγαζί ήταν γεμάτο και μουσική έπαιζε δυνατά. «Παράξενο», σκέφτηκε αλλά μετά θυμήθηκε πως ήταν γιορτές. Όχι πως τον υπόλοιπο καιρό ήταν άδειο, απλώς ήταν ανεκτό. Ο κόσμος χόρευε, έπινε και γελούσε. Είδε κάποιον να σηκώνεται από το μπαρ και πήγε προς τα κει. «Μπορώ;» ρώτησε τον άγνωστο. «Όσο θέλεις, πάω να χορέψω γιατί πιάστηκα», του αποκρίθηκε φιλικά εκείνος. Κάθισε ανακουφισμένος. «Γεια σου Τζακ» ακούστηκε μια δυνατή φωνή και μπροστά του εμφανίστηκε τεράστιος τύπος. «Γεια σου Μπιλ» είπε αυτός χαμογελώντας. «Άργησες σήμερα», συνέχισε ο Μπιλ γεμίζοντας παράλληλα δύο ποτήρια. «Μπλεξίματα» του απάντησε γελώντας, «έχεις κόσμο σήμερα» πρόσθεσε πετώντας στον πάγκο ένα χαρτονόμισμα.

«Οι γιορτές βλέπεις, άντε στην υγειά μας», είπε γελώντας ο Μπιλ και τσούγγρισε το ποτήρι του. «Που είσαι Μπιλ, δώσε μου κι ένα πακέτο τσιγάρα και φύλαξέ μου δυο κούτες για μετά» του είπε δυνατά. «Τί έγινε μετά το αλκοόλ σταμάτησαν να πουλάνε και τσιγάρα στην πόλη;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Μπιλ, που ξαναγέμιζε ωστόσο τα ποτήρια. «Όχι, απλώς είπαμε, μπλεξίματα», είπε γελώντας ο άνθρωπός μας, βάζοντας το χέρι στην τσέπη. «Δικά μου αυτά, όπως και τα υπόλοιπα της βραδιάς» είπε συνωμοτικά ο Μπιλ. Χτύπησαν τα ποτήρια κάτω, τσούγγκρισαν και ήπιαν.

Τέλος  

                                                                              φώτης  γιαννικόπουλος (photisgian@gmail.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου