Δυστυχώς δεν έτρεχα γρήγορα, άρχισα να μετανιώνω που ποτέ δεν αθλήθηκα λίγο, αλλά δεν πρόλαβα να το σκεφτώ περισσότερο, ήταν ακριβώς πίσω μου, αισθάνθηκα ένα σπρώξιμο και άρχισα να χάνω την ισορροπία μου, ένιωσα ότι άρχισα να πέφτω, προσπάθησα όμως να κρατηθώ, να μείνω όρθιος, να φύγω, να ξεφύγω.
Γυρίζω το πρόσωπό μου προς τα πίσω, να τους δω, θέλω ενστικτωδώς να τους δω, αλλά αυτό φέρνει με μία περίεργη κίνηση όλο μου το κορμί προς την άλλη πλευρά, οι ώμοι μου στέκονται ευθεία μπροστά, αλλά τα πόδια μπλέκονται και, αντί να απομακρυνθώ για να τους αποφύγω, βρίσκομαι τώρα λίγα μόνο εκατοστά απέναντί τους, τόσο κοντά τους ώστε θα μπορούσα να νιώσω την ανάσα τους, δεν μπορώ όμως επειδή φοράνε αυτές τις τεράστιες μάσκες που καλύπτουν όλο το πρόσωπό τους, ο αέρας που αναπνέουν περνά μέσα από αυτό το στρογγυλό αλλόκοτο φίλτρο που τους κάνει τρομακτικούς -λες να το έχουν σχεδιάσει επίτηδες για να μας τρομάζει η όψη τους;- και έτσι δεν μπορώ να αισθανθώ τον αέρα που αναπνέουν, όμως είναι κοντά μου, πολύ κοντά μου, (...)